Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2012

Χόρεψε για μένα Γουόλις

Το κλειδί στην πόρτα. Το φως λιγοστό. Η λάμψη της θράκας. Ο ήχος του ξύλου που καίγεται, κρατς.

Νιώθω τα μέλη μου βαριά, εξαντλημένα από την κόπωση του μόχθου και κατόπιν του γλεντιού. Η γωνιά δίπλα στο τζάκι σχεδόν με εκλιπαρεί να καθίσω χάμω. Το κάνω. Παίρνω το "μπλο(γ)κάκι" μου στα χέρια. «Όχι τώρα ανάρτηση, όχι τώρα» το εξωτερικό μου κέλυφος και ο εγκεφαλικός μου εαυτός διαφωνεί εντόνως με τα εσωτερικά του όργανα. 

Στο στόμα λιώνει το μελομακάρονο. Δεν δύναμαι να βγάλω από το νου μου εκείνη την εικόνα. Ο ήλιος ίσα που γλύκαινε με το φως του την παγερή ατμόσφαιρα. Θύμιζε το χρώμα του μελιού. Τα μάτια μου χάθηκαν σ' εκείνο το πλήθος από κοράκια. Πετούσαν πάνω από ένα αγροτεμάχιο. Άλλα τόσα κοράκια διάσπαρτα καταγής στο χώμα, με τα ράμφη τους βουτηγμένα, έψαχναν σπόρους να φάνε. 

Επιβράδυνα να χορτάσω την θέα. Για μια στιγμή φαντάστηκα το σώμα μου να τρέχει μες το χωράφι. Έπρεπε να είχα φορέσει τις γαλότσες. Έτρεχα και τα κοράκια πετούσαν πάνω από το κεφάλι μου. Έπρεπε να είχα φτιάξει ένα αχυρένιο σκιάχτρο να συμπλήρωνε την μαγεία του χωραφιού. Οι πύλες του νοητού μου ταξιδιού είχαν ανοίξει. 

Το πόδι μου ασυναίσθητα πάτησε το γκάζι. Κι ένιωσα σαν ένα κοράκι στον αιθέρα. Ο χωραφόδρομος έμεινε πίσω μου.  


[μίλησε με μια κουβέντα] [μια κουβέντα αντικατέστησε λεπτά-ώρες-ημέρες συνεδριακών συζητήσεων]

[ύστερα πρόσθεσε πλάι στην κουβέντα άλλη μια λέξη] [μόνον]

-Μόνον.
-Αυτό δεν είναι το Μόνον.
-Αλλά;
-Αυτό είναι το Όλον.

[σιωπή]

-Το «μόνον» από το «όλον» ξέρεις πόσο απέχει;
-Πόσο;
-Γαλαξιακά πολύ.
-Εγώ ξέρεις πόσο απέχω από εσένα;
-Μηδέν εις το άπειρον.

[γελάει] [γελάει με ένα γέλιο ερωτικό]

-Ξέρεις που με πάει το γέλιο σου;
-Που;
-Στο συν (+) άπειρο.

[γελάει από ηδονική απόλαυση των όσων άκουσε]

-Είπα βλακεία. Δεν με νοιάζει. Όταν σε κάνω να γελάς με αυτόν τον τρόπο… όταν ακούω αυτό σου το γέλιο… σε ερωτεύομαι.

[την στιγμή που ένιωσε να καταβροχθίζεται από το πλην (-) άπειρο είπε…]

-Είν’ όμορφος ο κόσμος σου. Ελπίζω μόνο να μην στον καταστρέψω.
-Μόνο εγώ μπορώ να σου επιτρέψω να τον καταστρέψεις. Θα είναι δική μου παραχώρηση, όχι δικό σου σφάλμα.

[νιώσε την κουβέντα μου, σε παρακαλώ]











«Προς ενημέρωσή σου. Να με φωνάζεις Κλημεντίνη και οι τούφες μου έχουν αποχρώσεις κανελί».




Μουσική επένδυση: Sarah Jaffe ~ Clementine

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012

Θα σε γράπωνα... στο παρά τρεις...













Θα μπορούσαμε για ώρες. Εσύ να ήσουν το λευκό παρκέτο κι εγώ το γατολίνο που τσαλακώνει τα αυτιά του επάνω σου. Έπειτα, να σε γλύφει [λέω για το παρκέτο μην μπερδεύεσαι] κι εσύ να λεκιάζεις με λιχουδιές μόνο για να γλύφεσαι από τα ελαφρώς κατσαρωμένα μουστάκια μου.






Θα μπορούσαμε εσύ το ζαβολιάρικο να ήσουν κι εγώ στο μάγουλο η γρατσουνιά.  



Δεν θα μπορούσαμε, ωστόσο, να διευκρινήσουμε «ποιος είναι το κουβάρι και ποιος το γατολίνο».




 Μουσική επιλογή: Ελένη Βιτάλη ~ Το ποδήλατο

 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012

Από πάντα...

Έχω βάψει την κρεβατοκάμαρά μου στο χρώμα του πλανκτόν. Δύσκολο να περιγραφεί. Άλλη μια προσπάθεια. Στο χρώμα του φυκιού. Στο χρώμα του  πυθμένα του ωκεανού.

-Μίλα μου.
-Σου μιλάω αγάπη μου. Εδώ είμαι. Ένα βήμα πριν τα χείλη σου και σου μιλάω, με μικρές κοφτές συλλαβές.
-Ναι, έτσι μου μιλάς. Έτσι.
-Μόνο έτσι.








-Μ’ αγαπάς λίγο;
-Λίγο; 
-Λίγο, ναι, μ’ αγαπάς;
-Το πολύ υπάρχει στο μυαλό σου; 
-Θες να μου το βάλεις εσύ;
-Το πάρα πολύ υπάρχει; Γιατί αυτό μόνο μπορώ να βάλω μέσα σου βαθιά. Το πάρα πολύ.

Στο λευκό πορσελάνινο ρεσώ έριξα ζεματιστό νερό και κάμποσες σταγόνες άρωμα. Την ώρα που άναβα την φλόγα του κεριού, άρπαξαν τα μαλλιά μου. Μια στιγμή απροσεξίας χρειάστηκε για να καούν. Η Wallis και ο Edward χορεύουν μες τον χώρο μου. Η Wallis είμαι εγώ. Νομίζω πως, μετά από τόσα χρόνια, ήρθε καιρός ν' αφήσω ακάλυπτο τον λαιμό μου, ολοσδιόλου γυμνό. 

-Σ’ αγαπάω. Βαθιά. Ουσιαστικά. Σαν ζεστασιά μέσα στην καρδιά σου. Σε κάθε χτύπο σου. Σαν ροή στις φλέβες. Όποιο όνομα κι αν έχεις. Σ’ αγαπάω για το μέσα σου. Για την ψυχή σου. Για ό,τι γίνομαι δίπλα σου. Για όσα ζω, για όσα θέλω να δω, να αγγίξω. Για ό,τι έχω και δεν έχω. Για όσα ζωηρεύουν και γίνονται ερωτικά, φιλικά, ή απλά συντροφικά. Έτσι σ’ αγαπάω. Για αρώματα που δεν ανέπνευσα ακόμα, για όσα θα γνωρίσω, για όσα μου δίνει η ζωή πλάι σου.
-Έτσι να με αγαπάς.



















Ακόμη ψάχνω το όνομά σου. Τόσες αποτυχημένες προσπάθειες. Κι όμως είσαι εσύ. Σε ξέρω. Είσαι τόσο εσύ. Συχνά στο όνειρο της κηδείας σου με ρωτούν.

«Γνωριζόσασταν καιρό»;
«Γνωριζόμασταν από πάντα». 

-Πώς σε λένε; Θα μου πεις;
-Σήμερα με λένε Γούολις.
-Αύριο;
-Αύριο θα πηγαίνω να κόψω την καμμένη τούφα. Το βάρος της θηλυκής ομορφιάς. Από αύριο να με φωνάζεις κάπως αλλιώς.


Photo by Kaeya
Μουσική επιλογή: Abel Korzeniowski ~ Dance for me Wallis


Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2012

α ε Ρ ό σ τ α τ Ο

Πώς αρχίζει ένα ωραίο κείμενο; Και πώς τελειώνει ένα άσχημο;


Ξέρω ακριβώς πως νιώθεις. Έχω βρεθεί εκεί. Ήταν κόλαση. Το θέμα είναι πώς βρέθηκες εσύ και γιατί; Τα ντουλάπια τραντάζονται, τα μαχαιροπίρουνα κροταλίζουν. Ειρωνεία. Παγερότητα κι αυτήν η  αδιάθετη διάθεση ύστερα για ημέρες.

Σε θαύμαζα όσο τίποτα, εκτιμούσα την προσφορά σου. Όχι αόριστος, ενεστώτας. Ισχύουν και στο παρόν. Ίσως δεν θα καταφέρω ποτέ να γίνω όλα όσα κατάφερες, έγινες κι απόκτησες ως κόρη, αδερφή, σύζυγος, μητέρα, πεθερά.

Θα σταματήσω να μιλώ με αλήθειες. Θα ξαναενδυθώ τον παλιό πολυφορεμένο μου εαυτό. Στο σανίδι του πόνου ήμουν καλή ηθοποιός. Η αλήθεια, όλη δική μου, από το να σε πληγώνω. 

Απόψε, απέτυχα με όλους τους δυνατούς τρόπους να σου φέρω γιατρειά. Ήττα οικτρή.

Εάν περνούσε από το χέρι μου, θα ανέβαινες μαζί μου σε ένα τεράστιο χρωματιστό μπαλόνι. Σ' ένα αερόστατο. Θα σε ταξίδευα σε καθάρια σύννεφα, λευκά. Εκεί όπου υπάρχουν κανελωμένα λόγια και χαμόγελα από πασπαλισμένη άχνη. Έως ότου κατέβουμε ξανά πίσω στην γη με άλλα αισθήματα.

Ζεσταίνω τον αέρα.
Θα 'ρθεις;




Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2012

Love me or Die

Adore me.
Behold me...




Δες!
κι αναρωτήσου
από πού προήρθε κάθε νέα ρυτίδα
πώς σχηματίστηκε στις γωνίες των χειλιών μου.

Λέγε!
πες πως δεν έπαψες στιγμή να πέφτεις σε βαθύ έρωτα μαζί μου…
πες πως ακόμη δεν ξέχασες  να προφέρεις το όνομά μου…
πες λέξεις που συνήθιζες να λες…

Απόψε έχω αυτήν την ανάγκη.
Την ανάγκη να σου μιλήσω για εκείνη την στιγμή.
Την στιγμή που αυτήν η μελωδία έφτασε στα αυτιά μου και λικνίστηκα.

Άκουσε Άντρα πως έχει…
Βρισκόμουν στην δουλειά. Την στιγμή που στεκόμουν στο κεφαλάρι της πόρτας, ναι, δεν θα το αρνηθώ, μια γαργαλιστική μελωδία φλερτάρισε με τους λοβούς των αυτιών μου. Το σώμα μου άρχισε να δονείται ταυτόχρονα με τους  ρυθμούς του κομματιού. Κοίταξα τον εργοδότη μου και του χαμογέλασα. Ανασήκωσα άλλη μια φορά τους ώμους μου σε διάθεση χορού και του φώναξα από την άκρη του διαδρόμου «εξαιρετική επιλογή».











Απόψε, που όλος ο κόσμος μπορεί να χωρέσει ανάμεσα στην μικρή σχισμή των χειλιών μου… θα σου το πω.

Το άκουσμα αυτό θύμιζε εσένα.
Ναι, αυτό το άκουσμα που δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά έως εκείνη την ανύποπτη στιγμή, θύμιζε… παρά  μόνον Εσένα.

Αν μεθύσεις από τις συλλαβές μου [όπως συνήθιζες παλιά] ίσως σου επιτρέψω να με αγγίξεις. Μπορεί ακόμη να σου επιτρέψω να με δαγκώσεις. Κι εάν μεθύσω το ίδιο κι εγώ [όπως συνήθιζα παλιά] ενδέχεται να σε  φ ι  λ ή σ ω. 

Έβρεξε σήμερα στις γειτονιές πολύ. Κι εγώ που έχω μαζέψει μέσα μου τόση βροχή, μπορώ ένα καθαρό παράθυρο να το αχνίσω. Ακούμπησε τα δάχτυλά σου επάνω μου. Νιώσε την υγρασία. 

Σε ξέρω καλά…
με την άκρη του σακακιού σου θα σκουπίσεις το θαμπωμένο παράθυρο. Ενώ με την άκρη του ματιού σου θα ρίξεις ένα σχολαστικό βλέμμα στο εσωτερικό του. Σε ξέρω καλά. Ο ραχατεμένος ερωτισμός σου θα ξυπνήσει στη θέα του κόκκινου φουστανιού μου. Δυο μαύρες μπίλιες τα μάτια σου μπορούν ακόμη να μαγνητίσουν το Θηλυκό που καταχώνιασα μέσα μου.

Ποτέ δεν θα μπορέσεις να μου αρνηθείς τον έρωτά σου.

Με αγαπάς.
Σε σκανδαλίζω.
Με θες.
Σε διεγείρω.
Με λατρεύεις. 
Σε προκαλώ.
Ερωτεύεσαι κάθε που ακούς την δική μου χροιά, κάθε που με κοιτάς.

Ριγείς σε κάθε μου προσταγή.
Ερεθίζεσαι με κάθε μου μονολεκτικό ναι και μονολεκτικό όχι.
Είσαι ακόμη ανυπόφορα ερωτευμένος μαζί Μου και πάντα θα είσαι.
Το πιο όμορφο κομμάτι του εαυτού σου το χάρισες σε μένα.

Γιατί υπήρξα η Γυναίκα που ένιωσε το βάρος της καρδιάς Σου.










(Κι απόψε σου λείπω, όσο τίποτα και κανείς στον κόσμο…)


Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2012

Je suis en amour avec vous

υ.γ.1 Μπορεί να σου ζήτησα να μου μάθεις όλες τις ερωτικές φράσεις στα γαλλικά και να το 'κανες. Αλλά ξέχασες να μου δείξεις πώς να τις γράφω. 

υ.γ. 2 Έφαγα όλο μου το πρωινό στον άθλιο μεταφραστή του νετ.

υ.γ3. Αν το έγραψα λάθος, συ φταις.


Να χάνεσαι μες την ίδια σου την πολή. Πρώτη φορά να ρωτάς συμπολίτη σου προς τα πού να κατευθυνθείς.

Να περπατάς, κι ας πονά το αριστερό σου πόδι. Να έχει υγρασία και ολίγον ότι από ψύχρα, όμως από διάθεση χάρμα! Λες και κάποια χαμόγελα σχηματίστηκαν μόνο για να σβήσουν στο βάθος της ομίχλης. 

Να στέκεσαι στην κοίτη του ποταμού περιτρυγυρισμένη από πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα στο χρώμα της ώχρας. Να λες «κοίτα πάνω, κοίτα εδώ, κοίτα εκεί». Να ρωτάς «πάμε; δεν υπάρχει κάτι άλλο για να δεις». Και να παίρνεις για απάντηση «κοίτα, σου μιλάει το νερό». Να σου δείχνει τους μικρούς στρογγυλούς κύκλους που σχηματίζονται ανά σημεία στην επιφάνειά του. 

Η αίσθησή μας στο να βλέπουμε την μαγεία, ταιριάζει...

Να μιλάει, να μιλάει... να διακόπτεις τρεις χιλιάδες και τρεις φορές. «Είσαι ο μόνος άνθρωπος που δεν εκνευρίζεται όταν το κάνω αυτό». 

Κι ύστερα,

«Ελάχιστοι άνθρωποι με έχουν δει έτσι...» η πολύ οικειότητα είτε δένει τους ανθρώπους ή τους απομακρύνει. Κι εσύ για δύο συνεχόμενα  βράδια με είδες να βγάζω τα έντερά μου στον κουβά. 

-Από πότε έτσι;
-Από τότε με 'κείνον.
(Σσσςς)

Να είναι βράδυ και να χορεύουμε κάτω από την γέφυρα τάνγκο. Εκεί μέσα στις λάσπες που φαγώθηκες να σε πάω. Υποσχέθηκες στο γυρισμό να καθαρίσεις τις μπότες μου.

Να είσαι εσύ. Ο εαυτός σου. Σχεδόν. Να είμαι εγώ. Ο δικός μου εαυτός. Στο περίπου. Κι όλα τα άλλα να είναι αστειότητες. 

«Black cat, white cat» τελικά, νομίζω πως καλύτερα ταιριάζει για επίλογος παρά για τίτλος. 
Τι λες;

υ.γ4. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι ερωτικό. Θα μπορούσε να αναφέρεται σ' έναν υποτιθέμενο άντρα της ζωής μου. Κι, όμως, δεν είναι παρά για σένα φιλαράκι μου ή μήπως να πω φυλλαράκι μου;


Μουσική επιλογή: Monsieur Minimal ~ Love Story 

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2012

η βάρκα λύθηκε...


 Όσοι εναπομείναντες αυθεντικώς αληθινοί, να προσέχετε τον εαυτό σας και το ταίρι σας. 

 (γιατί) 
 ...


«Κάνει μπόλικο ψέμα εκεί έξω».



Μουσική επιλογή: Άλκιστις Πρωτοψάλτη ~ Η βάρκα λύθηκε

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2012

Νιώθω σαν ένα ματσάκι λεβάντας σε φόντο λευκό. Εσύ;

 Η πόλη γέμισε καβαλέτα. Κυριακή μεσημέρι, ο ήλιος ουσιαστικά δεν ζεσταίνει, αλλά φωτίζει το σύμπαν μου. Οι ζωγράφοι άρπαξαν τα πινέλα τους και βγήκαν στο αίθριο. Κάθε κιόσκι του ποταμού γέμισε  από αρτίστες και τέμπερες. Είναι από τις στιγμές που κοντοστέκομαι, παρατηρώ κι εύχομαι να ήμουν από εκείνους τους τρελαμένους χομπίστες που κυκλοφορούν με το λουράκι της φωτογραφικής μηχανής περασμένο στο λαιμό. Η πόλη μυρίζει. Ναι, η πόλη μυρίζει φρεσκοψημένο ποπ κορν, κι εκείνο το κατακόκκινο γλειφιτζούρι ο κοκοράκος.

Τους συναντώ, με αγκαλιάζουν, με φιλάνε. Νιώθω το βάρος της αγκαλιάς και του φιλιού επάνω στο κορμί μου, επάνω στο αριστερό μου μάγουλο. Φίλοι παλιοί, φίλοι χρόνων. Φίλοι που έχουμε άλλοτε παρεξηγηθεί, άλλοτε αποκοπεί, άλλοτε βουλιάξει στην ασφάλεια της γνώση τους για εμάς, πάντοτε φίλοι όπως και να 'χει.  

Τον τελευταίο καιρό ομορφιά είναι η λέξη που χαρακτηρίζει το μέσα μου. Υπάρχει τόση ομορφιά. Αρκετή ακόμη και για σένα, μικρή καρδιά. Κάποιος Θεός μου, στον οποίο πιστεύω πολύ, ίσιαξε τις ανισορροπίες κι έχω σταθεί σαν ένα μικρό μπαλαρινάκι να στροβιλίζομαι φορώντας, λέει, την baby ροζέ toutou φούστα μου. 

Με το καλαμάκι ρούφηξα ακόμη και το τελευταίο ίχνος από το αφρόγαλα του καφέ μου. Μια στάση στο πλησιέστερο περίπτερο. Στα χέρια μου ο Άρκάς. Το καλύτερο έμεινε για το τέλος. Ποδηλατάδα. Με εκείνο το αιωνόβιο γυναικείο ποδήλατο της μητέρας. Επάνω του, περασμένες κάμποσες στρώσεις μπογιάς, άραγε ν' αντέχει ακόμη μια στρώση καναρινί;  Έτσι σκέφτομαι να το βάψω, και το καλάθι πράσινο. Θα δείξει...

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2012

Λόγος ερ((ω))τικός _ Πνιχτός



Να μου πεις - να σου πω - να βρούμε χρόνο - τα ψάρια πότε θα τα τηγανίσω; / Το λάδι καίει - μην ξεχάσεις, οι πατάτες μου αρέσουν τραγανές - τα καλτσάκια μου - δεν βρίσκω τα καλτσάκια μου τέσσερις μήνες μετά - Κι ένα πουκάμισο λιλά έχω εντοπίσει στο μυαλό μου - πού άραγε να βρίσκεται κι αυτό;

Να φας - να φάω - δεν υπάρχει καιρός να στρώσω το τραπεζομάντηλο - σε πειράζει αυτήν την φορά να μην μαζέψω εγώ τα ψίχουλα; / Ποιός άνοιξε πάλι το παράθυρο της κατάθλιψης; - φέρτε μου λιβάνι να ξορκίσω αυτόν τον δαίμονα -  στα δελτάρια φυτεύουν κάλυκες ωσάν βολβούς στα κεφάλια των ανυποψίαστων υποψιασμένων. 

Το γιαουρτάκι θα το φας; - όχι αυτήν την απομίμηση με τη γεύση μπανάνα και τα σοκο-crisps - το άλλο, λέω - θα το φας; - το αγελαδινό. / Φέρτο κατά ’δώ - να εκτοπιστεί κατά εκεί στης Φατιμά, της Αϊσέ, της Ναζιρέ και του Ονούρ άμα λάχει - Άσε τους να κάνουν μούρη. / Τους δικούς μας ποιός  τους παραγκώνισε; - Ρατσίστρια, εγώ; - Όχι.

Όχι, για πες - πες - Έχεις δει τα σημερινά κούτσικα - ααα μπα, σε ξενίζει η λέξη; - γιατί; - εσύ κούτσικος δεν υπήρξες; - Υπήρξες! Μονάχα που εσύ στα παιχνίδια σου δεν έπαιζες αυτές τις μεταγλωττισμένες αηδίες. / Πεντόβολα - κρυφτό - κι όλων των ειδών τα φρούτα: μήλα και λεμόνια - κι άμα βαριόσουν κι ήθελες να αγγίξεις λίγο παραπάνω το κορίτσι σου - ’κείνο που ’κανε την καρδιά σου να πεταρίζει -  έπαιζες  και τ’ άλλο -  περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα.

Να παίξουμε θέατρο λέει μια μικρή - πες μας να αρχίσουμε με κάτι - αρχίζω κι εγώ με όρεξη να λέω - σήμερα στάση στο μονοπάτι του “θυμού - εκτόνωση - κι αρχίζουν οι μικρές έναν οικτρό μιμητισμό μιας υστερικής τουρκάλας, μεξικάνας και δεν έχει σταματημό - θα πήρε το μάτι τους - τις προάλλες - σε ’κείνο το καταθλιπτικό κουτί - και δεν μου φταίει η τουρκάλα, η σπανιόλα, η μεξικάνα, - η μεταγλωττισμένη υποκριτική της μου φταίει - κάνω sconto (=έκπτωση) στην αισθητική - πόσο sconto πια;  


Να σου χαϊδέψω το κεφάλι - να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά - ν’ αφήσω στον λαιμό σου ένα τραβηχτό φιλί - ν’ αφήσεις στα χείλη μου ένα από το ίδιο - αλλά υγρό.  / Έτοιμη η μπουγάδα στο πλυντήριο - στάσου ν’ απλώσω δυο λεπτά. / Το σπίτι μύρισε καμένο λάδι - άφησες πάλι να καούν οι πατάτες - εγώ δεν σου ’πα αυτό - σου είπα να ’ναι τραγανές.

«Σε καίω πολύ»; / Με καις.

/ ουφ /

«Κάψα μου».

- Μου
-μου
- Ω
- Σσσς
-σσς


[[ ο πνιγμός στον έρωτα έρχεται και καθίζει μετά το ((ω)) και ασφυκτιά στο σίγμα τελικό του λόγου ]]


Μουσική επιλογή: JT Coldfire ~ She's Crazy

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2012

Καλοσύνη της καρδιάς




Εάν θέλεις να με πονέσεις,
όταν σου ζητήσω ένα τσιγάρο
εσύ
να μου δώσεις δύο.
Τότε θα νιώσω πολύ ελάχιστη εμπρός σου...




Μουσική επιλογή: Gustavo Santaolalla ~ De Usuahia a la Quiaca

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2012

Μόλις χθες...


Είπα θα ανέβω στα γύρω βουνά. Είπα θα ιππεύσω ένα άλογο στα περτουλιώτικα λιβάδια. Έτσι είπα κι έτσι έκανα. Να τρέχεις, να μην φοβάσαι... τον κόσμο στο σύνολό του και το μόνο που νιώθεις να είναι ο κρύος αέρας, η δροσιά του υψόμετρου που κάνει το δέρμα σου να ριγεί. Είμαι ζωντανή. Είμαι ελεύθερη.

Σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Νιώθω φυλακισμένη μέσα σε κάτι που λέγεται μυαλό και 'κείνο το άλλο που λέγεται κόσμος. 


Μόλις χθες, όμως 
ήμουν η γυναίκα με το άλογο...















Και κανείς δεν μπορεί να μου στερήσει το χθες. 
Όπως κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει 
από το να πάρω το χθες και να γίνει αύριο. 

Μουσική επιλογή: Sharon Isbin ~ Asturias

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2012

Έχω μαζέψει κάτι ψιλά...


 Όπως τότε που ήμασταν μικρά. Με υπομονή μαζεύαμε τα μεταλίκια και τα φυλάγαμε σε τενεκεδάκια από τσίγκο. Όταν, κάπου-κάπου, τύχαινε να διαβούμε τον δρόμο από την πλευρά της βιτρίνας, πούθε τα μάτια να ξεκολλήσουν; Κι η μάνα, μας τραβούσε από το χέρι. Πίσω στο σπίτι μετρούσαμε τα κέρματα στα κρυφά, μην τύχει και κανένα μάτι ανακαλύψει πού κρύβαμε τον θησαυρό μας. Τα μετρούσαμε και τα ξαναμετρούσαμε, λες και επρόκειτο να πολλαπλασιαστούν και βγει κατά το μέτρημα παραπανίσιος ο λογαριασμός.

Στα αυτιά μου ακόμη ηχεί εκείνο το τρενάκι που σέρναμε επάνω στις ράγες μ' ένα κίτρινο ξεφτισμένο κορδονάκι. Ποτέ κανείς δεν μαρτύρησε ποιος χάλασε τον μηχανισμό κι αναγκαζόμαστε έτσι,  μ' αυτόν τον τρόπο, να το σέρνουμε. Και πότε-πότε, στα όνειρά μου, με ονειρεύομαι κοριτσάκι να φορώ εκείνη την κόκκινη στέκα που δεν έλεγα με τίποτα να βγάλω από το κεφάλι μου.

Έτσι κι εγώ. Σ' ένα σανίδι πολυκαιρισμένο, ξεχαρβαλωμένο από την φθορά έχω κρύψει το παιδικό τσίγκινο τενεκεδάκι.

Έχω μαζέψει κάτι ψιλά που από πάντα ήθελα να ξοδέψω.













υ.γ. Προς μεγάλη μου απογοήτευση συνειδητοποίησα πως τον προηγούμενο χρόνο είχα διαβάσει όλο κι όλο δυο βιβλία κι αυτά στο τελείωμά τους, τα παράτησα, μη ανεγνωσμένα. Φέτος, έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου τουλάχιστον ένα κάθε μήνα. Νομίζω πως μες την πληθώρα των 30-1 ημερών μου αξίζει μια μικρή πολυτέλεια χρόνου να την αφιερώνω προς προσωπική μου τέρψη. Στην Πολιτεία Μποέμικη, αισίως βρίσκομαι στο δεύτερο βιβλίο. Ο κύκλος ολοκληρώνεται τον επόμενο Αύγουστο. Θα χαρώ να μου λέτε την γνώμη σας για το εκάστοτε βιβλίο ή τον συγγραφέα, εάν έχει πέσει στα χέρια σας, αλλά και τις δικές σας προτάσεις - συστάσεις! 

Μουσική επιλογή: Angelo Branduardi ~ Alla fiera dell' est

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 07, 2012

Η ρόκα και το αδράχτι... που πήγε η Κλωθώ;


-Ομόρφυνες!
-Μεγάλωσα…
-Στα μάτια σου, όμως, η ίδια πάντοτε θλίψη.
-Ναι. 
-Γιατί; Κάτι λείπει. Τι; 
-Αγκαλιά. Βαθιά. Να μη βγω από εκεί. Ντρέπομαι. Θυμώνω. Θέλω. Δεν. Δεν όμως. Δεν μου φτάνουν. Πόσο κοστίζει μια αγκαλιά; Για πες μου κι εσύ που σου βρίσκεται σε πλεόνασμα. Πόσο κοστίζει μια αγκαλιά; Σπατάλες έκανα. Απερίσκεπτα. Στο δόσιμο. 


-Μεγάλωσες!
-Ομόρφυνα…
-Πράγματι!
-Δεν κοιτάς σωστά.
-Ορίστε;
-Ανόητε επιδερμικέ, στο μέσα...



«Τα κενά ντενεκέδια κάνουν θόρυβο.
Να μην ξεχνώ να τα γεμώνω  με λάδι,
γιατί με ξεκουφαίνουν».

Μουσική επιλογή: Eddie  Vedder ~ 1) Can't keep
2) Skipping
3) Longing to belong

Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012

Feelings out of emerald...

Ήρθε. Με τα χέρια του ακούμπησε τις πλάτες μου. Άρχισε να ξεσκονίζει κάτι φτεράκια που είχα ξεχάσει πως υπάρχουν. Για τις ωραίες λευκές φτερούγες που μου ξεσκόνισε. Λες κι ήρθε να μου θυμίσει αυτές. Για τις τρυφερές κινήσεις. Τον ευχαρίστησα ευγενικά. Αλλά σαν να μην του έφτανε αυτό. Με πλήγωσε. Σαν να ήθελε να διαπιστώσει πόσο βαθιά μπορούσε να σκαλίσει. Κι ύστερα θέλησα να τον ξεχάσω με τρόπο τέτοιο λες και δεν τον γνώρισα ποτέ. Για να τον θυμηθώ μια ιδιαίτερη ημέρα, δηλαδή, μόνο και μόνο για να θυμηθώ εκείνες τις όμορφες λεξούλες που μου χάρισε.

Θα μπορούσα να τον μισώ για πάντα. Με τον ίδιο τρόπο που ένιωσα τον έρωτα. Με πάθος. Χωρίς λογική. Ασυγκράτητα. Επιπόλαια κι εγωιστικά. Με την δίνη της κτήσης. Με σμαραγδένια, σαν από πασπαλισμένη σκόνη, αφέλεια της νιότης. Κάλλιστα, θα μπορούσα να τον αγαπώ. Με τον ίδιο τρόπο που απλώνεται η μυρωδιά της πούδρας επάνω σε γυμνό κορμί. Εισχωρεί στους διψασμένους πόρους. Απορροφάται. Κι αναδίδεται. Για πάντα.

Τα μπερδεύω αυτά τα δύο. (μίσος – αγάπη) 

Ίσως θα μπορούσα αμφότερα. Με την ίδια σειρά ή και την ανάποδη. Ποτέ ταυτόχρονα. 

Θα μπορούσα. Αλλά δεν θέλω.
Τίποτα. Από τα δύο. 

Μουσική επιλογή: Phil Collins ~ Groovy Kind of Love

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2012

Avrei voluto baciarti

Όχι. Ψέματα δεν θα πω. Δεν θυμάμαι εκείνη την πρώτη ημέρα που είδα την μορφή της να περνά σαν αερικό.

Δεν θυμάμαι εάν το φως που διαχεόταν πάνω της ήταν εκείνο του ήλιου ή της λάμπας πετρελαίου. Δεν θυμάμαι εάν η εποχή ήταν ανέμελη [καλοκαίρι], νοσταλγική [φθινόπωρο],  γόνιμη [άνοιξη] ή παγερή [χειμώνας]. Δεν θυμάμαι εάν έβρεχε ή εάν είχε καλοκαιρία. Δεν θυμάμαι το χρώμα του φουστανιού της. Ούτε εάν τα παπούτσια της ήταν στρωτά. Δεν θυμάμαι εάν τα χέρια της ήταν κατειλημμένα από σακούλες μαναβικών ή εάν κάλυπτε τα τρυφερά της δάχτυλα με γάντια από δανδέλα.

Εγώ δεν είμαι ποιητής. Και ψέματα δεν θα πω, ώστε να φτιάξω με λέξεις μια ατμόσφαιρα, τέτοια, που να της ταιριάζει. 




Εκείνο, ωστόσο, που θυμάμαι είναι η πρώτη-πρώτη αίσθηση που άφησε με το πέρασμά της. Γεμάτη τρυφεράδα. Ρομαντική. Εύθραυστη. Κυρίως αυτό το τελευταίο. Ναι, εύθραυστη. Σαν εκείνες τις πορσελάνινες κουκλίτσες στις βιτρίνες που με μια απρόσεχτή σου κίνηση γίνονται χίλια κομμάτια.

Μια χνουδωτή λευκή μπάλα τριβόταν στα πόδια της κι εγώ ζήλευα. Πολλές φορές στάθηκα ξημερώματα κάτω από το κατώφλι της. Κι είχα μιαν έτοιμη πρόφαση στα χείλια. «Μήπως σου περισσεύει λίγη ζάχαρη; Ξέμεινα… Για τον καφέ». Μ’ όση φόρα κι αν ορμούσα, μ’ άλλη τόση βία σταματούσα τον εαυτό μου προτού παρεκτραπεί. Κι ύστερα, ένας άγνωστος θα την τρόμαζε κι εγώ δεν ήθελα να θρυμματίσω την  ευαισθησία της. Τι να της έλεγα, δηλαδή, σαν με ρωτούσε για την ταυτότητα μου; «Ο Τάκης από την απέναντι οικοδομή»; Ήθελα να την γνωρίσω. Πώς το ήθελα Θεέ μου. Δίσταζα γιατί δεν ταίριαζε τ’ όνομά μου με την αύρα της. 

Ήρθε, μου χτύπησε το κουδούνι. «Ο γάτος μου» είπε κι έδειξε με το δάχτυλό της την χνουδωτή μπάλα που έγλειφε τις λιχουδιές που του είχα δώσει. 

Άπλωσε το χέρι της.
-Αλκμήνη, είπε.
Σάστισα και μέχρι να απλώσω το δικό μου εκείνη το είχε πάρει πίσω.
-Τάκης, τραύλισα.
Πόσο κουτός. Βιάστηκα να επανορθώσω.
-Δηλαδή, Δημήτρης.

Έκτοτε, στρογγυλοκάθισε στην σκέψη μου και δεν την άφηνα από τα μάτια μου ούτε λεπτό. Ένα παράθυρο απόσταση. Παρακολουθούσα το βήμα της μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Και τα αέρινα φορέματά της ανέμιζαν καθώς κατέβαινε τη σκάλα, αφήνοντας μια απ’ άλλης εποχής ουρά να την ακολουθεί ξοπίσω της. 

Ο γάτος ξεμύτιζε συχνά. Το κόλπο με τις λιχουδιές είχε καθώς φαίνεται πιάσει. Κι εκείνη χτυπούσε πλέον με μεγαλύτερη άνεση το κουδούνι μου. «Σ’ ευχαριστώ Δημήτριε» έλεγε και τα μάτια της μου χαμογελούσαν. 

Ώσπου μια μέρα, ένα κασκέτο κρεμεζή ξάπλωνε τεμπέλικα στο μπράτσο της πολυθρόνας της. Τον είδα ύστερα για ώρα να κυκλοφορεί ως άλλος οικείος ένοικος του σπιτιού. Ένα μουσάκι κάλυπτε το σαγόνι του και η ενοχλητική μυρωδιά του καπνού της πίπας του έφτανε μέχρι το δικό μου παράθυρο. Με το μυαλό μου έκανα υποθέσεις, τον βάφτιζα μέρα με τη μέρα προσπαθώντας να μαντέψω ποιό όνομα θα ταίριαζε με ’κείνο της Αλκμήνης. Άπλωνε τα μακριά λεπτά του δάχτυλα και την τραβούσε πάνω στο στέρνο του απολαμβάνοντας τα φιλιά της.














Ο κεραμιδόγατος σκαρφάλωσε στα γνωστά του λημέρια κι από ταράτσα σε ταράτσα έφτασε για άλλη μια φορά στην κουπαστή του παραθύρου μου. Πέρασε μέσα νιαουρίζοντας για λιχουδιά. Στην πολυθρόνα του σπιτιού της είχα απ’ ώρα προσέξει το κασκέτο στην πολυθρόνα. Παρά την αρχική μου δειλία, πήρα την χνουδωτή μπάλα παραμάσχαλα και τράβηξα για ’κείνη. «Επέστρεψα τον γάτο» είπα κι είδα στα μάτια του μιαν ανακούφιση.

-Πάλι το ’σκασε ο μπαγάσας. Κοίταξε χάλι, έφερα τ’ άνω κάτω.
Ασυναίσθητα άπλωσα το χέρι και συστήθηκα. Εκδήλωσα τον φθόνο μου με θράσος, προφέροντας για πρώτη φορά δίχως ντροπή τ’ όνομά μου.
-Τάκης.
Ακολούθησε την κίνησή μου και μου ’σφιξε το χέρι.
-Δημήτρης, είπε.

Έφυγα με το κεφάλι σκυφτό. Εάν της είχα ζητήσει λίγη ζάχαρη, τώρα ποιος ξέρει; Ίσως βρισκόμουν εγώ, ο Δημήτριος, εντός του κασώματος της πόρτας της. 

Πόσο πια να κόστιζε ένα κασκέτο κρεμεζή;



Μουσική επιλογή: Gianmaria Testa ~ Tela di ragno

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2012

Footprints on the sand… what a cliché.

Υπάρχει κι εκείνη η περίοδος του θέρους που οι πατημασιές στην άμμο βγαίνουν σε ζευγάρια. Εμένα μου φαίνονται κλισέ.





Στο χαρτί γράφω σενάρια και στο μυαλό μου πλάνα για ταινία. Λαχανιάζουμε πολύ. Τρέχουμε ακόμη πιο πολύ. Πίνουμε μπόλικο νερό. Και λατρευόμαστε κάργα.

Α, ξέχασα να πω για την ταινία. [Old time classic] Ασπρόμαυρος κινηματογράφος, ρόλος βωβός.


υ.γ1. Το φιλί όταν ακούγεται προκαλεί.
υ.γ.2 Σε βλέπω που συγκεντρώνεσαι να θυμηθείς τον ήχο.
υ.γ.3 Πρόσθεσε τώρα και την ανάσα.
υ.γ.4 Με το μυαλό ερωτεύεται κανείς καλύτερα…


Μουσική επιλογή: Pearl Jam ~Just Breathe

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

far-ος away...

  

 Μ’ άρεσε ο φάρος μου. Μ’ άρεσε που δεν πατούσε ψυχή. Δεν ήθελα να μιλάω. Για τα σχέδιά μου.  Tις υποθέσεις μου. Για τις εκκρεμότητες. Tις μικρές και τις μεγάλες αλλαγές. Αυτή η κοινωνικότητα με εξουθένωνε. Και ώρες - ώρες μου την έδινε στα νεύρα. Ακόμη κι αυτό το απλό, τι θα κάνεις σήμερα; Δεν ήθελα να πω. Να πρέπει να μιλήσεις τη στιγμή που δεν θες. Να πρέπει να ανοίξεις το όστρακό σου...

-Επ, τι κάνεις εσύ εδώ; άκουσα μια φωνή και πετάχτηκα αποκαρδιωμένη που με ανακάλυψαν.

-Να μην έρχεσαι στο φάρο. Σε παρακαλώ… να μην έρχεσαι.



Μουσική επιλογή: Agnes Obel ~ Beast 

Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2012

firefly

Κάποτε θα μιλήσω στα παιδιά μου για τις πυγολαμπίδες. Για εκείνη την εποχή της ωραίας αθωότητας. Για τις ημέρες στο χωριό. Για τα μεσημέρια κάτω από το μεγάλο δέντρο με την παχιά σκιά. Κείθε όπου έβρισκε ανάπαυλα ο παππούς.

 Για τις πατουσοδρομίες στο χαλίκι. Για το σκονισμένο λαιμό και πρόσωπο. Για την βανίλια υποβρύχιο. Για τον απλωμένο τραχανά. Για τα τζιτζίκια που αν τα ’δινες σημασία σου ’σπαζαν το κεφάλι. Για τα καλαμπόκια που ξεντύναμε. Για τα φύλλα τους που γίνονταν κρεβάτι, τα κουκλάκια μας να κοιμηθούν. Για τις στρωματσάδες. Τα παραμύθια της γιαγιάς με καζάνια που βράζαν κι άλλα σκιαχτερά που σήμερα καταλαβαίνω πως δεν ήταν παραμύθια. Κι εκείνο το πελώριο σεντόνι ουρανού. Η βελούδινη μπέρτα με τα χρυσά αστέρια που σκέπαζε τα όνειρά μας. 

Κάποτε θα τους μιλήσω κι εκείνα θα νομίσουν πως για ακόμη μια φορά βγάζω ιστορίες από το μυαλό μου. 

Θέλω να νυχτώσει κι εγώ να χορεύω ανάμεσα τους. Με τις πατούσες γυμνές πάνω στο νοτερό από τη δροσιά χορτάρι. Να τις φυλακίζω στη χούφτα μου κι εκείνες να λαμπυρίζουν φανερώνοντάς μου την μαγεία της απλότητας. Ναι-ναι αυτό, του να είσαι απλός. Θέλω. Σαν άλλοτε…


Μουσική επιλογή: Σταύρος Λάντσιας ~ 1) Αθωότητα 
2) Το βαλς των ματιών 
3) Το ποτάμι του χρόνου

Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2012

Still dreaming


Το τιμόνι -σαν ανοιχτό μάτι της κουζίνας- έκαιγε τα χέρια μου. Είχα ξυπνήσει. Σε βρήκα να κοιμάσαι ακόμη. Δεν θυμόμουν που είχα ακουμπήσει τον χαρτοφύλακα. Έφυγα γιατί έπρεπε. Είναι όση γνώση αποκόμισα από τις γνωστές, επιφανειακές, αμερικανικές σειρές που τελευταία κάνω γούστο.






Τα σεντόνια μούσκεμα από εναν έρωτα που δεν πραγματώθηκε. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, εκείνα έτσουζαν. Ίσως και να νύσταζα ακόμη. Τυχαία ανακάλυψα εκείνο το ποταμάκι για το οποίο σου άρεσε να μου μιλάς. Πήγαζε από την βάση του λαιμού, κυλούσε ανάμεσα στα στήθη και κατέληγε στην κοίτη του αφαλού μου. Έσκυψες να πιεις, εναπόθεσες τα χείλη σου στο τρίγωνο και ακολούθησες την πορεία. Οι περσίδες ανεβασμένες και το παράθυρο ανοιχτό. Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν μες το δωμάτιο και έπεφταν απευθείας στα χέρια μου. Τότε κατάλαβα γιατί το τιμόνι έκαιγε τόσο.


Στο πάρκιν, το αμάξι παραμένει στη θέση του. 
Κι ο χαρτοφύλακας δεν βγήκε ποτέ από το ράφι του γραφείου. 
Είναι καλοκαίρι. 
Και εγώ ιδρώνω. 
Και εσύ δεν είσαι η αιτία. 



Μουσική επιλογή: Γιάννης Αγγέλακας ~ Όπως ξυπνούν οι εραστές.

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2012

Ψίχα από καβουρδισμένο αμύγδαλο

Ντύνουμε τις αναμνήσεις μας με τοπία. Και τα τοπία με ανθρώπους.
Τους ανθρώπους με μυρωδιές. Και τις μυρωδιές με ελλείψεις. 
Είχα επιθυμήσει μια καβουρδισμένη ψίχα αμύγδαλου από τον τόπο μου.

Κι αναρωτιόμουν.
-Να δαγκώσω;

Είχε γεύση γενέθλιου κέικ.


Χρόνια σου Πολλά αδέρφι!


Μουσική επιλογή: Γιώργος Μαρίνος ~ Παιδικά παιχνίδια

Σάββατο, Ιουλίου 14, 2012

Σαν κάτι να κοκκινίζει...


Το μήνυμα έγραφε "Κάθομαι στον Papyro μ' έναν παλιό συμμαθητή.  'Ελα να με πάρεις κατά τις 9.30. Φιλάκια!"

Την ώρα που ετοιμαζόμουν για την συνάντησή μας, σκεφτόμουν πως ο παλιός της συμμαθητής -το πιθανότερο- να μας είναι κοινός. Με είχε βάλει άθελά της στο παιχνίδι και προσπαθούσα να μαντέψω την ταυτότητά του. Ένα - ένα τα πρόσωπά τους περνούσαν μπροστά από την οθόνη του μυαλού μου σαν εκείνα τα slides των γυμνασιακών μας χρόνων
Τους βρίσκω να κάθονται και το  παιχνιδάκι "μάντεψε ποιος" τερματίζει. Αρχίζουμε να μετράμε τα χρόνια που πέρασαν δίχως να τον ξαναδώ. 7 συν 3 σύνολο 10. Μέσα σε αυτά έχουν λιώσει από επάνω του 60 κιλά.

Οι κουβέντες διαδέχονται η μία την άλλη. Νιώθω τους μύες από τα χείλη μου να πονάνε από τα χαμόγελα. Κι έχω γίνει πάλι εκείνο το δεκαπεντάχρονο, μόνο που αυτή τη φορά φορώ τα τακούνια μου και στα μάτια μου έχω τραβήξει μολυβιές.

Φεύγουμε και καταλήγουμε σ' ένα από τα θεωρούμενα κυριλέ μαγαζιά της πόλης. Φέρνω στον νου μου τη Βιβή. Εκείνη θα έλεγε "τσού τσου" και θα γελούσαμε. Έτσι αποκαλεί η φίλη μου τους δήθεν.

-Σαν να είμαστε σε νησάκι! με κοιτούν λες και έχω πάρει ψυχεδελικό ναρκωτικό. 
Κι εγώ να  επιμένω. Το πλακόστρωτο... τα καλάμια από bamboo... ο φωτισμός... είναι σαν να βρισκόμαστε σε νησί.











Ξημερώματα. Επιστρέφοντας σπίτι το λευκό αέρινό μου είχε κολλήσει επάνω στο σώμα μου. Άπειρα μικρά σταγονίδια εφίδρωναν τους πόρους μου. Πήρα τη σκάφη για μπουγάδα. Πρέπει να ξόδεψα τουλάχιστον ένα μπουκάλι λευκαντικό. Κοίτα να δεις που επιμένει να κοκκινίζει σε σημεία. 

Στα τεντωμένα σχοινιά έχω απλώσει το μουσκίδι της καρδιάς μου να στεγνώσει...



Μουσική επιλογή: Imany ~ 1) Take care 2) Slow Down

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2012

η παραγκούπολη















Ο τόπος έβραζε και είχα μόλις ποτίσει τα λουλούδια με μια κανάτα από εκείνες τις παλιές, τις τενεκεδένιες, στο χρώμα του κεραμιδιού. Η κάψα δεν μου έδινε άλλη επιλογή από το να έχω τα μαλλιά μου πιασμένα. Ο ιδρώτας της ημέρας είχε στεγνώσει επάνω στο κορμί μου και την ώρα που κόντευε πια περασμένα μεσάνυχτα ένα ελαφρύ αεράκι φλερτάριζε με το γυμνό μου λαιμό κι οι αναμαλλιασμένες μου τούφες ριγούσαν σε κάθε του φύσημα. Από το στόμα μου έσταζε χυμός καρπουζιού και το φεγγάρι γυάλιζε τις κόρες των ματιών μου σαν εκείνο το γυαλιστικό βερνίκι που είχα περάσει στα νύχια μου. 

Δεν αντιλήφθηκα πόσα δευτερόλετα έχασα ναρκωμένη να παρατηρώ τον ώμο μου κι ένα ζωύφιο να μου ρουφά το αίμα. "Κάποιος θα τη βγάλει κι αυτήν την νύχτα" σκέφτηκα. Ίσως και να ήταν παραπάνω τώρα που το σκέφτομαι. Κάμποσα δευτερόλεπτα στριμωγμένα στην αράδα μπορεί και να μας κάνουν ένα μάτσο λεπτά. Τόσα όσα μέχρι να πεταχτώ στην παραγκούπολη και να γυρίσω πίσω πάλι.
    
 

"Τι σκέφτεσαι;"
Κάπως έτσι με έβγαλαν από τις παραισθήσεις μου
 "Α, να, τίποτα το σοβαρό".
Ένιωσα το σώμα μου βαρύ. Λες κι εκεί που είχα πάει είχαν περάσει στα άκρα μου βαρίδια και τώρα  δεν μπορούσα να σηκωθώ. Σύρθηκα μέχρι το κρεβάτι μου.













Έκλεισα τα μάτια. Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να βρεθώ ξανά εκεί. Βλέπεις, ήταν κι εκείνος ο θρασύτατος κώνωψ που είχε αφήσει το στίγμα του νωρίτερα στο μπράτσο μου και τώρα με κρατούσε ξάγρυπνη το τσίμπημα.


Μουσική επιλογή: Hotel Costes 9 / Jehro ~ All I want

Τρίτη, Ιουνίου 26, 2012

Ένα κάρο δρόμος μέχρι την παραδοχή


     Όπως όταν ξετυλίγεις ένα αγαπημένο σου αντικείμενο. Κάπως έτσι...

     Ας αφήσουμε προς ώρας την διευκρίνιση γιατί τυλίχτηκε εξαρχής. Ας το πιάσουμε από τη στιγμή που νιώθεις πως κάτι, ναι κάτι… (δεν βρίσκω τη λέξη)… λείπει. Λείπει; Νομίζω πως, δεν είναι αυτό το ρήμα που ψάχνω. Ας είναι.

     Σπίτι λες. Και δεν είναι άλλο από δυο τοίχους και μια πόρτα. Αυτό δεν είναι σπίτι. Οικία είναι. Το σπίτι έχει μέσα ανθρώπους. Και έχει και πράγματα, διαλεγμένα από εσένα κι από αυτούς. Κι όταν καλείσαι να ζήσεις δίχως αυτά, τότε…

     «Δεν είναι δυνατόν!» σκέφτεσαι. Είναι; Πώς είναι δυνατόν ορισμένα αντικείμενα -που ομολογουμένως δεν είναι χρηστικά- όταν απουσιάζουν από το περιβάλλον σου να προκαλούν ταραχή; Και πάλι, λάθος ουσιαστικό, λάθος λέξη, αλλά δεν βρίσκω άλλη καταλληλότερη.

 








      Ύστερα από τρεις ημέρες συνεχούς αναζήτησης των ακριβής λέξεων κατέληξα στην απουσία συναισθήματος. Και πλήρης εν τη πλήρη κενότητά μου βρέθηκα να ξετυλίγω. Και να ξετυλίγω. Κι ο σιγμός από το σκίσιμο της εφημερίδας ενέτεινε την ανυπομονησία μου ν’ αντικρίσω το περιεχόμενο που πάραυτα εκ των προτέρων γνώριζα. 


      Αμαξάδα. Κι έκανα ένα γύρο στον πλησιέστερο επαρχιακό δρόμο του τσερβέλου. Κι είδα πρόσωπα γνωστά. Σε κάποιους πάτησα το κλάξον εις ένδειξη χαιρετισμού, άλλους έκανα πως δεν είδα (λοξοδρόμησα από τους καλούς μου τρόπους) κι έκαμα τάχα πως ήμουν απορροφημένη ανανεώνοντας στο καθρεφτάκι το μακιγιάζ. 

-Τη στιγμή που το πολυπόθητο αντικείμενο είχε πλήρως ξετυλιχτεί, εκείνη την ακέραιη στιγμή που το έπιανα ξανά στα χέρια μου, τότε το κατάλαβα-

     Από μικρή είχα ένα συνήθειο με τις λέξεις. Το ίδιο και με ορισμένα αντικείμενα. Όπως και με κάποιους ανθρώπους. Τα φόρτωνα στην πλάτη μου. Κι  έφτασα στα πιο ολόδροσά μου χρόνια να φέρω τη θύμηση μιας γριούλας που βάρυνε η καμπούρα της και σκύβει.

-Τούτο το συνήθειο το είχα αντιληφθεί από παλιά, άλλο έμελλε να καταλάβω-

Για ορισμένες λέξεις, κάποια αντικείμενα και δυο μπουκιές ανθρώπους, δεν άξιζε.  

Μου πήρε κοντά μια δεκαετία.
Και τελικά. Ενέδωσα στην άρνησή μου.
Παραδέχτηκα.

Δεν άξιζε…
-ες…
-α…


Σήμερα, ελάφρυνα την καμπούρα μου.
Ψήλωσα  από 4 ίσαμε 7 πόντους.

Μουσική επιλογή: Cayetano ~ 1) Like a fool 2) Notre Dame