Δευτέρα, Μαρτίου 11, 2024

Από -σιωπή-τηκα…

 

Ονομάζομαι Μιχαήλ Λεοντόκαρδος. Είμαι γεννημένος με την πτώση της δικτατορίας. Από παιδί ποτέ κανείς δεν με φώναξε Μιχάλη. Τότε απλώς βίωνα, τώρα μπορώ και καταλαβαίνω γιατί τα παιδιά δεν ένιωσαν ποτέ τους την ανεμελιά εκείνα τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως σε κάθε φαμίλια, έτσι και στη δική μου, ήταν απαγορευμένες δύο λέξεις. Η πείνα και η φτώχεια. Όταν γυρίζω πίσω σε εκείνα τα χρόνια, ένα πράγμα με στοιχειώνει. Το στρώσιμο του τραπεζιού. Η φιγούρα της μάνας μου με το μεσάλι. Ακόμη αδυνατώ να καταλάβω σε τι μας χρησίμευε το τραπεζομάνδηλο. Δύο ψίχες τρίμματα όλο κι όλο.

Όλοι καθισμένοι μια γύρα στη σειρά, έξι αδέρφια, ο πατέρας και η μάνα. Η δωδεκάτη ήταν η ώρα του φαγητού. Ένα πιάτο στο κέντρο της τραπέζης. Άλλοτε λίγο ζυμωτό ψωμί κι ελιές, άλλοτε λίγα χόρτα βρασμένα στην τσίγκινη κατσαρόλα. Δεκάξι ζευγάρια παλάμες διπλωμένες σταυρωτά. Τα βλέφαρα κλειστά και η προσευχή με τα ελάχιστα εκκλησιαστικά «Χριστέ ευλόγησον τον άρτον ημών τον επιούσιον, την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου».

 Εξαίφνης, τα μάτια ορθάνοιχτα καρφωμένα πάνω στο πιάτο. Δεκάξι ζευγάρια μάτια αγκιστρωμένα σε ένα και μόνο πιάτο. Κι αυτό να γυρνάει ανάμεσα σε ογδόντα δάχτυλα. Με την σειρά τα αδέρφια, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο, η μάνα και τελευταίος ο πατέρας. Από μια μπουκιά ο καθένας κι ύστερα σέρναμε το πιάτο στον επόμενο, όσο πιο αργά, λέγοντας «χόρτασα». Κι ας μη ξεκολλούσαν τα μάτια. Ακολουθούσαν την κίνηση μέχρι να χαθεί στο στόμα του άλλου. 

 Χορταίναμε στη θέα. Κι όταν αργότερα πονούσε το στομάχι, ξεγελούσαμε τον εαυτό μας.

 

Τα απογεύματα ανέβαινα τα σκαλιά και πήγαινα να βρω τον παππού μου, τον μεγάλο Λεοντόκαρδο. Ήταν γραμματισμένος άνθρωπος, δάσκαλος. Πέρα από το σέβας των γηρατειών είχε την εκτίμηση όλων. Έγραφε στη φυλλάδα του χωριού. Καμιά φορά μου ’δειχνε τα τεφτέρια του. Ήταν γραμμένα με στίχους για τη γιαγιά. «Τότε… ήμουνα νιος και μορφονιός», καμάρωνε να λέει. Από εκείνον έμαθα τα απo -σιωπή- τηκα. 

 

-Γιατί έβαλες τρεις τελείες ενωμένες μαζί παππού;  
-Αυτές, Μιχαήλ παιδί μου, δεν είναι τελείες.  
-Και τι είναι; 
-Από -σιωπή- τηκα. 
 
Ήμουν στην τελευταία τάξη του δημουτικού όταν η δασκάλα κάλεσε τον παππού στο σχολείο.
 
-Κύριε Λεοντόκαρδε, πρόκειται για το Μιχαήλ.  
 
Ο παππούς δε μίλησε. Άκουγε ατάραχος, εντείνοντας τον εκνευρισμό της δασκάλας. Τώρα που ξαναθυμάμαι, καθόταν στωικά και περίμενε.  
 
-Τις προάλλες μου έγραψε τα ‘αποσιωπητικά’ με ‘ήτα’ αντί για ‘γιώτα’. Στη διόρθωση επέμενε για τη διδασκαλία του παππού του.  
 
Ο παππούς, έτσι πράος καθώς ήταν, πήρε πρώτα τις ανάσες του, βαθιές-βαθιές. Δεν απολογήθηκε. Τουναντίον. Παραδέχτηκε πως ο ίδιος μου είχε υποδείξει την συγκεκριμένη ορθογραφία.  
 
-Εξήγησε Μιχαήλ στη δασκάλα σου. 
 
Φλογίστηκαν τα μάγουλα της δασκάλας. Αν επρόκειτο για κάποιον άλλο κηδεμόνα θα τον είχε κιόλας πετάξει έξω. Ο παππούς μου, όμως, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε παππούς, ήταν ο γέρο-Λεοντόκαρδος. 
 
-Είναι όπως τα γκρίζα σύννεφα που έρχονται και καθίζουν στον καθαρό ουρανό.  
...
-Είναι όπως τα δεμένα λόγια που φέρνουν γύρες στο λαιμό μέχρι να σφίξουν πάνω του.  
...
-Είναι όπως ο λυγμός που έχασε τον ήχο του, αλλά, και που δεν το βάζει κάτω. Κάνει εξάσκηση με τις ανάσες για να βρει τους χαμένους φθόγγους του. Γι’ αυτό και βγαίνει καμιά φορά το πνιχτό αχ από το στέρνο. 
 
Από το βάθος της αίθουσας έρχεται ένα αυξανόμενο κύμα χαχανητού. Μέχρι να φτάσει στα μπροστινά καθίσματα έχει κιόλας καταλήξει σε τρανταχτό γέλιο. 
 
 -Πάψτε! τσιρίζει η δασκάλα. 
 
Υπακούοντας στο νεύμα του παππού, συνεχίζω.
 
-Είναι όπως η σιωπή που απλώνεται στα άκρα του κορμιού και τα καθηλώνει. Χάνουν τότε οι κινήσεις τη ζωηράδα τους. 
...
-Είναι όπως το στέρεο αίσθημα του πόνου που τήκεται. Βρίσκει τότε άνοιγμα από τις σχισμές των ματιών να βγει έξω και να κυλήσει σε σταγόνες.  
...
-Είναι όπως τα μάτια της μάνας μου όταν χάσαμε τη Ροδούλα. 
 
[Ντριιιιιιν…]
 
Το κουδούνι σήμανε το σχόλασμα. Λαχτάρα πήρε το γέλιο και κόπηκε. Όπως κόβεται κι ο ύπνος, απότομα, σα χτυπήσει το τηλέφωνο μέσα στα χαράματα. Και δεν είναι που τα όνειρα κόβονται στη μέση. Είναι το λαχτάρισμα. Ο φόβος του κακού μαντάτου. 
 
Τα μάτια της δασκάλας τρέχουν. Οι παλάμες του παππού δροσίζονται καθώς σκύβει και του φιλά τα χέρια ζητώντας του συγχώρεση. Εγώ δεν μιλώ. Στέκομαι και τους παρατηρώ. Ο παππούς με προστάζει να επιστρέψω σπίτι, όπως κάνουν και τα άλλα παιδιά. Ο ίδιος παραμένει ακίνητος. Καθώς ξεμάκραινα, η στάση τους ξεμάκραινε μαζί μου. Ακόμη και σήμερα, τις φορές που ξεμακραίνω, έχω την ίδια εικόνα στα μάτια. Οι παλάμες του παππού να βαστάζουν το σκυφτό κεφάλι της δασκάλας. 
 
Το Δεκέμβρη του ’92 γνώρισα τη Χαρούλα, τη χαρά της ζωής μου. Την ίδια άνοιξη, φτιάξαμε μαζί μαγιάτικα στεφάνια τα περάσαμε στα κεφάλια μας και πλαγιάσαμε για πρώτη φορά έξω καταμεσής του κάμπου. Μάρτυρες της ένωσης ο ήλιος και τα αγριολούλουδα. Δύο μήνες μετά μου μήνυσε να τη ζητήσω από τους δικούς της. Ήμουν παλικάρι ακόμη, ακάμωτο. Τρόμαξα. 
 
-Είμαι φτωχός Χαρά. Χαρούλα μου. 
 
Δε μίλησε. Κι η σιωπή της έπεσε επάνω μου, τήκοντας τα κόκαλά μου. 

 

Πάνω στον τρίτο μήνα παντρεύτηκε τον ορφανό του χωριού. Εκείνος πιο φτωχός από εμένα. Το Φεβρουάριο του ’93 γέννησε το πρώτο της παιδί. Γιος. Δεν έβγαινα στο μέτρημα, εξαμηνίτικο το παιδί πώς; Κι έκλαψα πικρά. Έφυγα στην Αμερική, να φτιάξω κομπόδεμα, με το νου να γυρίσω να την πάρω. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια ακολούθησαν άλλα δύο παιδιά. Κόρες. Κάθε τόσο ελάμβανα γράμμα από την εξαδέλφη της και μάθαινα τα νέα. 
 
Τον όγδοο χρόνο επέστρεψα. Κίνησα να τη βρω. Τη δική μου Χαρά. Τη Χαρούλα μου. Πήγα στο κατώφλι της, χτύπησα το κουδούνι, την ώρα που o άνδρας της έλειπε για το μεροκάματο. Μου άνοιξε με τη μικρή θυγατέρα παραμάσχαλα, ύστερα εμφανίστηκαν και τα άλλα δυο. Ο γιος μου. Ο γιος μας. 
 
-Πάμε Χαρούλα μου; Ήρθα να σε πάρω. Εσένα και τα παιδιά σου. 
 
Και θάμπωσαν τα μάτια μου. Και δεν έβλεπα μπροστά μου. Και λύγισαν τα γόνατα. Κι έτρεχαν τα δάκρυα. Και φωνή δεν είχα να της πω για το λάθος μου. Για το γαμώτο της ντροπής. Για τη συγγνώμη που χρόνια κουβαλώ στην τσέπη μου, πλαγιαστά με το πορτοφόλι μου μαζί. Κι όσο φούσκωνε η συγγνώμη τόσο ριχνόμουν στη δουλειά. Για ’κείνη. Για το γιο μας. Για τις κόρες της. Να έχει μια άνετη ζωή.
 
Αλλά δεν άκουσε. Τίποτα δεν άκουσε απ’ όλα αυτά. Γιατί δεν τα ’πα. Πόση ντροπή. Τώρα κείθε μπροστά της. Που δείλιασα εγώ κι άλλος την επήρε. Κι ας μην ήξερα. 
 
-Έχω λεφτά τώρα Χαρά. Μπορώ να σας ζήσω. 
 
Κι η Χαρούλα μου, που τόση ώρα αμίλητη στεκόταν. Η Χαρούλα μου, που χρόνια είχα να ακούσω τη φωνή της. Τη φωνή της που με κοίμιζε στον κάμπο τραγουδιστά μετά το πλάγιασμά μας. Η φωνή της χαράς μου που Μιχαηλάκη μου με φώναζε, αυτό που δεν είχα ακούσει σαν παιδί, και μου γλύκαινε τους πόνους. Μίλησε.


-Κοίτα τον ίσκιο σου Μιχαήλ.
 

Σήκωσα τα μάτια μου να δω. Ένας. Μονάχος. Ίσκιος.
 

-Κοίτα και τον δικό μου.
 

Μια μητρική φιγούρα κι άλλες τρεις μαζί αντάμα.
 

-Πλούσιο σε γνώρισα Μιχαήλ, και τώρα είσαι πιο φτωχός από ποτέ. Κι εγώ δε διαπραγματεύομαι το θησαυρό μου.
 

Έτσι είπε, κι έσφιξε τα παιδιά στον κόρφο της, σημειώνοντας ένα-ένα τα απο ~σιωπή~ τηκα της…

Σήμερα, φτασμένος στα πενήντα μου, εγώ ο Μιχαήλ Λεοντόκαρδος παλινωδώ τη ζωή μου.

[αποσιωπητικά]


 

Μουσική επιλογή: Ghost Duet - Love is beautifully painful