Παρασκευή, Μαΐου 30, 2008

Μια χούφτα τα χέρια ποτήρι κρυστάλλινο

Να τρέχει το νερό αδιάκοπα και να κυλάει από τη γούρνα, τη σμιλευμένη από πέτρα κι από σφυρί ανθρώπου. Ρυτιδιασμένη από τα χρόνια κι ολότελα παγιδευμένη μες σε κισσό και σε φύλλα που σαν μαλλιά δαχτυλίδια της τυλίγουν το κεφάλι κι αυτή αναμαλλιάζεται. Κι ούτε χτένια φτιάχτηκαν για να της τα φορέσουν κι ούτε χέρια για να τη χαϊδέψουν.


Και το νερό να κυλάει, πάντα να κυλάει, παντού να κυλάει, έτσι να κυλάει νωχελικά παντού και πάντα. Κι ο ήχος έτσι όπως πέφτουν οι δροσοσταλίδες να χάνεται στη απεραντοσύνη όλων τω άλλων ήχων.
Ύστερα, μια χούφτα τα χέρια ποτήρι κρυστάλλινο. Σκύβω αργά, κάνω να πιω, αλλά για στάσου μια στιγμή. Να, εκεί στο βάθος αντικρίζω όχι-όχι τη μορφή μου, στο βάθος σου λέω κάτω από το νερό βρίσκεται ο μαγικός κόσμος της φαντασίας. Εκεί που γεννιούνται βραχάκια με βρύα, μικροί γυρίνοι και σαλιγκάρια κι άλλα μικρά θαυμάσια πράγματα.



Στο τέλος, όχι δεν θα πιω, άλλωστε δεν διψούσα. Το νερό ό,τι είχε να μου δώσει μου το έδωσε. Και μαγεμένη πια, πιο γεμάτη απ' ότι πριν θα συνεχίσω βαθιά στο δάσος.
Δεν ήταν η γούρνα ο προορισμός μου.



Κουρασμένη, σταμάτησα λίγο να ξαποστάσω στη νεράιδα της λίμνης, αποκοιμήθηκα, κι ύστερα ξύπνησα πάλι. Το μονοπάτι με περιμένει...

 











Μουσική επιλογή: Bruno Coulais ~ Le Planeur και Le fil bleu

Τρίτη, Μαΐου 27, 2008

Μια μποτίλια δάκρυα



Πήραμε την μποτίλια, τη βάψαμε μενεξεδί, χύσαμε μέσα λίγο λαδάκι και νερό, της βάλαμε κι ένα φυτίλι κι έτσι πήραμε όρκο να γίνουμε μάνα και κόρη. Την ανάβαμε πότε-πότε τα βράδια να φέγγει τα ονείρατά μας στο χρώμα το μαβί.


Κάθε που είχε πανσέληνο μου μίλαγε για το σεντούκι. Ένα ξύλινο σεντούκι παλιωμένο από την περατζάδα του χρόνου.

Για 'κείνο το σεντούκι, με τη χάλκινη κλειδωνιά στο κέντρο, και το κόκκινο βελούδο στις γωνίες, αφημένο όπως-όπως στη σοφίτα, μ' έβαζε κάθε τόσο να της τάζω πως θα ψάξω να το βρω. Ωστόσο, εμείς, δεν είχαμε σοφίτα.

Ώσπου ένα βράδυ, μέσα σ' ένα ξένο πλήθος, κλείσαμε τα μάτια, να μην δούμε τον αλαλαγμό. Να απομονωθούμε στον δικό μας κόσμο. Έτσι, πάντα αγκαλιασμένες, αυτά τα λίγα λεπτά που μας απέμεναν. Τα μάγουλά μας να καίνε, ακουμπισμένα το ένα με το άλλο. Γύρισα το στόμα και το κόλλησα στο λαιμό της. Μύρισα δυνατά. Τα ρουθούνια μου τράβηξαν όλη τη μυρωδιά από το δέρμα της. Τη φίλησα εκεί, στο πιο ευαίσθητο και τρυφερό σημείο. Εκεί που μου άρεσε να τη φιλάω, εκεί που ξεχείλιζε η μητρική μυρωδιά. Κι ύστερα κρύφτηκα μες τα μαλλιά της. Κουλουριασμένη και κολλημένη πάνω στο σώμα της για να νιώσω ασφάλεια. Λίγη ασφάλεια και τρυφερότητα την ύστατη στιγμή. Να μη βλέπω, τίποτα να μη βλέπω. Να μη βλέπω τον τρόμο στα μάτια των ανθρώπων, να μη βλέπω τον ιερέα με το θυμιατό, να μην ακούω τους ψαλτάδες, να μην ακούω τον στριγκό ήχο της κάσας -ένα σεντούκι κι αυτό, μα πιο μεγάλο, πιο ξύλινο, πιο βαρύ, δίχως χάλκινη κλειδωνιά, μήτε κόκκινο βελούδο στις γωνίες.

Ψιθύρισα: "Σ' αγαπάω μανούλα" και περίμενα, ύστερα περίμενα. Τότε μονάχα κατάλαβα, για πρώτη φορά ήταν η μποτίλια που φώτιζε το χρώμα το μαβί, το χρώμα του θανάτου.

Και είχε πανσέληνο.
Και γύρεψα το σεντούκι.
Κι ας μην είχαμε σοφίτα. Βρήκα μονάχα ένα φόρεμα. Καναρινί.





Από τότε, τρέμω, μην τύχει και δω καναρίνι κλεισμένο σε κλουβί. Είναι που μοιάζει σε 'κείνη την κοπέλα, με 'κείνο το φόρεμα το καναρινί...



Μουσική επιλογή: Σταμάτης Σπανουδάκης ~ Νύφες