Δευτέρα, Οκτωβρίου 14, 2019

Και γιατί να πάει;

Το ανέβαλε συνεχώς, αυτή ήταν η μόνη αλήθεια. Δεν υπήρχαν δεύτερες ή τρίτες σκέψεις. Το ανέβαλε αρχικώς, μέχρι εκείνη την ώρα του εσπερινού, λίγο πριν το πορτοκαλί λαμπάκι του βραστήρα πάψει να είναι φωτεινό και ο ατμός του βραστού νερού γεμίσει με υδρατμούς το πλακάκι της κουζίνας. Τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως κάποια στιγμή θα το ανέβαλε και οριστικώς με την τροπή που έπαιρνε η ζωή της μέρα με την ημέρα, εβδομάδα την εβδομάδα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο. Και τότε την κατέκλυσαν όλες οι δευτερότριτες σκέψεις με την ίδια ορμή που χυνόταν το καυτό νερό μες την πορσελάνινη κούπα της, εκείνη την κούπα με τις χρυσές λεπτομέρειες, τα λιλά και μωβ πουλιά, τα κυπαρισσί ράμφη και τα φούξια μεγεθυμένα πέταλα λουλουδιών, εκείνη την κούπα που της είχε απαγορεύσει να πλένεται στο πλυντήριο πιάτων γιατί θα χαλούσε και αναγκαζόταν να την πλένει ξέχωρα με το σφουγγαράκι από τη μαλακή του πλευρά. 

Αρχικά δεν ήξερε με ποιο μέσο ήθελε να ταξιδέψει. Δεν ήθελε να οδηγήσει. Θα έπρεπε να είναι συγκεντρωμένη στη διαδρομή κι έπειτα, όταν θα έφτανε στον προορισμό της, δε θα ήταν διανοητικά έτοιμη. Όχι, όχι, το αυτοκίνητο δεν υπήρχε καν ως σκέψη. Έπειτα, ήταν και το άλλο. Τι θα φορούσε; Είχαν περάσει τόσα χρόνια. Μια δεκαετία είχε προστεθεί επάνω της σκεφτόταν την ώρα που πρόσθετε τα κίτρινα κεφαλάκια χαμομηλιού. Παρακολούθησε τη σύντομη διαδρομή τους μέχρι τον πάτο της κούπας. 'Ανοιξε το ντουλάπι, να του πω να πάρει και μέλι, σκέφτηκε την ώρα που άπλωνε το χέρι της και έπιανε το σχεδόν τελειωμένο βαζάκι. 
-Χρειαζόμαστε κάτι άλλο; φάνηκε μονάχα το πρόσωπό του από τη μισοανοιχτή πόρτα της κουζίνας.
-Μέλι, απάντησε και του άφησε ένα υγρό φιλί στο στόμα.
 
















Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει αυτό το ταξίδι. Κανείς δεν την εμπόδιζε αλλά και δεν την υποχρέωνε. Γιατί, τότε, αυτό το αίσθημα της πολυκαιρισμένης αναβολής; Με το σουρωτήρι αφαίρεσε κάθε ίχνος υπολείμματος από το βότανο. Στο δοχείο της ψυχής και του σώματος, άραγε, με τι είδους σουρωτήρι να αποσπούσε κανείς τα εξωτερικά στοιχεία στα οποία κάποτε τους είχε επιτραπεί η είσοδος και τώρα ήταν πιο ξενικά από ποτέ; Σε ποιον να εμπιστευόταν αυτές τις σκέψεις χωρίς να την περάσουν για ευαίσθητη ή ρομαντική; Όχι, το δίχως άλλο δεν ήταν τίποτε από τα δύο, ούτε ευαίσθητη, ούτε ρομαντική. Θα ήταν αισχρό να οικειοποιούνταν κάτι που δεν της ανήκε. Κυνική. Κυνική επανέλαβε αυτή τη φορά εξωτερικά. Πρόσθεσε το κουταλάκι με το μέλι και ανακάτευε ώσπου να προκαλέσει μια μικρή παλιρροιακή δίνη μες το αγαπημένο της ποτήρι. Το αφέψημό της είχε αποκτήσει εκείνο το όμορφο κεχριμπαρένιο χρώμα από το συνδιασμό του μελιού με το χαμομήλι, παρότι τίποτε από τα δύο δεν ήταν πλέον εμφανές. Αυτό ήταν. Τίποτε δεν είχε αφαιρεθεί κι εάν είχε αφαιρεθεί με κάποιον ορισμένο τρόπο, ωστόσο, είχε προλάβει να αποσταχθεί κι ας είχε αφαιρεθεί το υλικό του.


Και γιατί να πάει;  
Ήταν πιο όμορφη από ποτέ.
Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που...
Τη λάτρευε.


Μουσική επιλογή: Rene Aubry ~ Happy Voices, La Grande Cascade