Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012

Feelings out of emerald...

Ήρθε. Με τα χέρια του ακούμπησε τις πλάτες μου. Άρχισε να ξεσκονίζει κάτι φτεράκια που είχα ξεχάσει πως υπάρχουν. Για τις ωραίες λευκές φτερούγες που μου ξεσκόνισε. Λες κι ήρθε να μου θυμίσει αυτές. Για τις τρυφερές κινήσεις. Τον ευχαρίστησα ευγενικά. Αλλά σαν να μην του έφτανε αυτό. Με πλήγωσε. Σαν να ήθελε να διαπιστώσει πόσο βαθιά μπορούσε να σκαλίσει. Κι ύστερα θέλησα να τον ξεχάσω με τρόπο τέτοιο λες και δεν τον γνώρισα ποτέ. Για να τον θυμηθώ μια ιδιαίτερη ημέρα, δηλαδή, μόνο και μόνο για να θυμηθώ εκείνες τις όμορφες λεξούλες που μου χάρισε.

Θα μπορούσα να τον μισώ για πάντα. Με τον ίδιο τρόπο που ένιωσα τον έρωτα. Με πάθος. Χωρίς λογική. Ασυγκράτητα. Επιπόλαια κι εγωιστικά. Με την δίνη της κτήσης. Με σμαραγδένια, σαν από πασπαλισμένη σκόνη, αφέλεια της νιότης. Κάλλιστα, θα μπορούσα να τον αγαπώ. Με τον ίδιο τρόπο που απλώνεται η μυρωδιά της πούδρας επάνω σε γυμνό κορμί. Εισχωρεί στους διψασμένους πόρους. Απορροφάται. Κι αναδίδεται. Για πάντα.

Τα μπερδεύω αυτά τα δύο. (μίσος – αγάπη) 

Ίσως θα μπορούσα αμφότερα. Με την ίδια σειρά ή και την ανάποδη. Ποτέ ταυτόχρονα. 

Θα μπορούσα. Αλλά δεν θέλω.
Τίποτα. Από τα δύο. 

Μουσική επιλογή: Phil Collins ~ Groovy Kind of Love

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2012

Avrei voluto baciarti

Όχι. Ψέματα δεν θα πω. Δεν θυμάμαι εκείνη την πρώτη ημέρα που είδα την μορφή της να περνά σαν αερικό.

Δεν θυμάμαι εάν το φως που διαχεόταν πάνω της ήταν εκείνο του ήλιου ή της λάμπας πετρελαίου. Δεν θυμάμαι εάν η εποχή ήταν ανέμελη [καλοκαίρι], νοσταλγική [φθινόπωρο],  γόνιμη [άνοιξη] ή παγερή [χειμώνας]. Δεν θυμάμαι εάν έβρεχε ή εάν είχε καλοκαιρία. Δεν θυμάμαι το χρώμα του φουστανιού της. Ούτε εάν τα παπούτσια της ήταν στρωτά. Δεν θυμάμαι εάν τα χέρια της ήταν κατειλημμένα από σακούλες μαναβικών ή εάν κάλυπτε τα τρυφερά της δάχτυλα με γάντια από δανδέλα.

Εγώ δεν είμαι ποιητής. Και ψέματα δεν θα πω, ώστε να φτιάξω με λέξεις μια ατμόσφαιρα, τέτοια, που να της ταιριάζει. 




Εκείνο, ωστόσο, που θυμάμαι είναι η πρώτη-πρώτη αίσθηση που άφησε με το πέρασμά της. Γεμάτη τρυφεράδα. Ρομαντική. Εύθραυστη. Κυρίως αυτό το τελευταίο. Ναι, εύθραυστη. Σαν εκείνες τις πορσελάνινες κουκλίτσες στις βιτρίνες που με μια απρόσεχτή σου κίνηση γίνονται χίλια κομμάτια.

Μια χνουδωτή λευκή μπάλα τριβόταν στα πόδια της κι εγώ ζήλευα. Πολλές φορές στάθηκα ξημερώματα κάτω από το κατώφλι της. Κι είχα μιαν έτοιμη πρόφαση στα χείλια. «Μήπως σου περισσεύει λίγη ζάχαρη; Ξέμεινα… Για τον καφέ». Μ’ όση φόρα κι αν ορμούσα, μ’ άλλη τόση βία σταματούσα τον εαυτό μου προτού παρεκτραπεί. Κι ύστερα, ένας άγνωστος θα την τρόμαζε κι εγώ δεν ήθελα να θρυμματίσω την  ευαισθησία της. Τι να της έλεγα, δηλαδή, σαν με ρωτούσε για την ταυτότητα μου; «Ο Τάκης από την απέναντι οικοδομή»; Ήθελα να την γνωρίσω. Πώς το ήθελα Θεέ μου. Δίσταζα γιατί δεν ταίριαζε τ’ όνομά μου με την αύρα της. 

Ήρθε, μου χτύπησε το κουδούνι. «Ο γάτος μου» είπε κι έδειξε με το δάχτυλό της την χνουδωτή μπάλα που έγλειφε τις λιχουδιές που του είχα δώσει. 

Άπλωσε το χέρι της.
-Αλκμήνη, είπε.
Σάστισα και μέχρι να απλώσω το δικό μου εκείνη το είχε πάρει πίσω.
-Τάκης, τραύλισα.
Πόσο κουτός. Βιάστηκα να επανορθώσω.
-Δηλαδή, Δημήτρης.

Έκτοτε, στρογγυλοκάθισε στην σκέψη μου και δεν την άφηνα από τα μάτια μου ούτε λεπτό. Ένα παράθυρο απόσταση. Παρακολουθούσα το βήμα της μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Και τα αέρινα φορέματά της ανέμιζαν καθώς κατέβαινε τη σκάλα, αφήνοντας μια απ’ άλλης εποχής ουρά να την ακολουθεί ξοπίσω της. 

Ο γάτος ξεμύτιζε συχνά. Το κόλπο με τις λιχουδιές είχε καθώς φαίνεται πιάσει. Κι εκείνη χτυπούσε πλέον με μεγαλύτερη άνεση το κουδούνι μου. «Σ’ ευχαριστώ Δημήτριε» έλεγε και τα μάτια της μου χαμογελούσαν. 

Ώσπου μια μέρα, ένα κασκέτο κρεμεζή ξάπλωνε τεμπέλικα στο μπράτσο της πολυθρόνας της. Τον είδα ύστερα για ώρα να κυκλοφορεί ως άλλος οικείος ένοικος του σπιτιού. Ένα μουσάκι κάλυπτε το σαγόνι του και η ενοχλητική μυρωδιά του καπνού της πίπας του έφτανε μέχρι το δικό μου παράθυρο. Με το μυαλό μου έκανα υποθέσεις, τον βάφτιζα μέρα με τη μέρα προσπαθώντας να μαντέψω ποιό όνομα θα ταίριαζε με ’κείνο της Αλκμήνης. Άπλωνε τα μακριά λεπτά του δάχτυλα και την τραβούσε πάνω στο στέρνο του απολαμβάνοντας τα φιλιά της.














Ο κεραμιδόγατος σκαρφάλωσε στα γνωστά του λημέρια κι από ταράτσα σε ταράτσα έφτασε για άλλη μια φορά στην κουπαστή του παραθύρου μου. Πέρασε μέσα νιαουρίζοντας για λιχουδιά. Στην πολυθρόνα του σπιτιού της είχα απ’ ώρα προσέξει το κασκέτο στην πολυθρόνα. Παρά την αρχική μου δειλία, πήρα την χνουδωτή μπάλα παραμάσχαλα και τράβηξα για ’κείνη. «Επέστρεψα τον γάτο» είπα κι είδα στα μάτια του μιαν ανακούφιση.

-Πάλι το ’σκασε ο μπαγάσας. Κοίταξε χάλι, έφερα τ’ άνω κάτω.
Ασυναίσθητα άπλωσα το χέρι και συστήθηκα. Εκδήλωσα τον φθόνο μου με θράσος, προφέροντας για πρώτη φορά δίχως ντροπή τ’ όνομά μου.
-Τάκης.
Ακολούθησε την κίνησή μου και μου ’σφιξε το χέρι.
-Δημήτρης, είπε.

Έφυγα με το κεφάλι σκυφτό. Εάν της είχα ζητήσει λίγη ζάχαρη, τώρα ποιος ξέρει; Ίσως βρισκόμουν εγώ, ο Δημήτριος, εντός του κασώματος της πόρτας της. 

Πόσο πια να κόστιζε ένα κασκέτο κρεμεζή;



Μουσική επιλογή: Gianmaria Testa ~ Tela di ragno

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2012

Footprints on the sand… what a cliché.

Υπάρχει κι εκείνη η περίοδος του θέρους που οι πατημασιές στην άμμο βγαίνουν σε ζευγάρια. Εμένα μου φαίνονται κλισέ.





Στο χαρτί γράφω σενάρια και στο μυαλό μου πλάνα για ταινία. Λαχανιάζουμε πολύ. Τρέχουμε ακόμη πιο πολύ. Πίνουμε μπόλικο νερό. Και λατρευόμαστε κάργα.

Α, ξέχασα να πω για την ταινία. [Old time classic] Ασπρόμαυρος κινηματογράφος, ρόλος βωβός.


υ.γ1. Το φιλί όταν ακούγεται προκαλεί.
υ.γ.2 Σε βλέπω που συγκεντρώνεσαι να θυμηθείς τον ήχο.
υ.γ.3 Πρόσθεσε τώρα και την ανάσα.
υ.γ.4 Με το μυαλό ερωτεύεται κανείς καλύτερα…


Μουσική επιλογή: Pearl Jam ~Just Breathe

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

far far-ος away...

 
 


 Μ’ άρεσε ο φάρος μου. Μ’ άρεσε που δεν πατούσε ψυχή. Δεν ήθελα να μιλάω. Για τα σχέδιά μου.  Tις υποθέσεις μου. Για τις εκκρεμότητες. Tις μικρές και τις μεγάλες αλλαγές. Αυτή η κοινωνικότητα με εξουθένωνε. Ακόμη κι αυτό το απλό, τι θα μαγειρέψεις σήμερα; Δεν ήθελα να πω. Να πρέπει να μιλήσεις τη στιγμή που δεν θες. Να πρέπει να ανοίξεις το όστρακό σου...

-Επ, τι κάνεις εσύ εδώ; άκουσα μια φωνή και πετάχτηκα αποκαρδιωμένη που με ανακάλυψαν.

-Να μην έρχεσαι στο φάρο. Σε παρακαλώ… να μην έρχεσαι.



Μουσική επιλογή: Agnes Obel ~ Beast 

Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2012

firefly

Κάποτε θα μιλήσω στα παιδιά μου για τις πυγολαμπίδες. Για εκείνη την εποχή της ωραίας αθωότητας. Για τις ημέρες στο χωριό. Για τα μεσημέρια κάτω από το μεγάλο δέντρο με την παχιά σκιά. Κείθε όπου έβρισκε ανάπαυλα ο παππούς.

 Για τις πατουσοδρομίες στο χαλίκι. Για το σκονισμένο λαιμό και πρόσωπο. Για την βανίλια υποβρύχιο. Για τον απλωμένο τραχανά. Για τα τζιτζίκια που αν τα ’δινες σημασία σου ’σπαζαν το κεφάλι. Για τα καλαμπόκια που ξεντύναμε. Για τα φύλλα τους που γίνονταν κρεβάτι, τα κουκλάκια μας να κοιμηθούν. Για τις στρωματσάδες. Τα παραμύθια της γιαγιάς με καζάνια που βράζαν κι άλλα σκιαχτερά που σήμερα καταλαβαίνω πως δεν ήταν παραμύθια. Κι εκείνο το πελώριο σεντόνι ουρανού. Η βελούδινη μπέρτα με τα χρυσά αστέρια που σκέπαζε τα όνειρά μας. 

Κάποτε θα τους μιλήσω κι εκείνα θα νομίσουν πως για ακόμη μια φορά βγάζω ιστορίες από το μυαλό μου. 

Θέλω να νυχτώσει κι εγώ να χορεύω ανάμεσα τους. Με τις πατούσες γυμνές πάνω στο νοτερό από τη δροσιά χορτάρι. Να τις φυλακίζω στη χούφτα μου κι εκείνες να λαμπυρίζουν φανερώνοντάς μου την μαγεία της απλότητας. Ναι-ναι αυτό, του να είσαι απλός. Θέλω. Σαν άλλοτε…


Μουσική επιλογή: Σταύρος Λάντσιας ~ 1) Αθωότητα 
2) Το βαλς των ματιών 
3) Το ποτάμι του χρόνου