Τετάρτη, Μαΐου 01, 2024

Τη χρονιά που ο Μάης δάκρυσε ένα διαμαντάκι

 

Στεκόταν όρθιος απέναντί μου. Καθισμένη σε ένα παγκάκι εγώ. Βημάτιζε μερικώς από την μια πλευρά, ύστερα από την άλλη. Στεκόταν ακίνητος για μερικά λεπτά κι ύστερα ξανάρχιζε πάλι. Παιχνίδιζε με τα κλειδιά που κρατούσε στο χέρι. Κουνούσε το μπρελόκ κι εκείνα κουδούνιζαν. «Μίλα» ξεστόμιζε κάθε τόσο, «πες μου αυτά που θες». Μου προκαλούσε αμηχανία όλο αυτό. Μια αναστάτωση. Ήταν και ο καιρός στη μέση, όλοι αυτοί οι μήνες που είχα να τον δω από κοντά. Κι όσο άρθρωνε εκείνο το «μίλα», άλλο τόσο κόμπλαρα εγώ. Και φωνή δεν έβγαζα. Και δεν ήξερα τι να πω. Στο μυαλό μου στριφογύριζε τούτη η σκέψη. «Είμαστε και οι δύο παρόντες και δεν έχουμε τίποτα να πούμε». Τόσο με ζάλιζε αυτή η σκέψη που δεν είχα νου να μιλήσω για τίποτα. Κι έμενα βουβή κοιτώντας τον. Παρακολουθώντας τις μικρές λεπτομέρειες των κινήσεών του, προσπαθώντας να τις κρατήσω ζωντανές στη μνήμη μου για μετά. Για την συνάντηση που θα τελείωνε και το μετά που θα ερχόταν.

ιατί με κοιτάς έτσι; 
ια να σε θυμάμαι. 
ε θα με ξαναδείς; 
 
Πρόφερε με ύφος, υπονοώντας πως αυτήν θα ήταν στο εξής η απόφασή μου. «Θα σε ξαναδώ;», σκέφτηκα. Κι ήταν η τελευταία συνειδητή σκέψη. Από εκεί και ύστερα άρχισα να μιλάω, δίχως έλεγχο. Ταυτόχρονα μαζί με εκείνον άκουγα τις λέξεις που ξεστόμιζα, τις φράσεις, τις μη ολοκληρωμένες προτάσεις που έβγαιναν από το στόμα μου. Άλλοτε γιατί με διέκοπτε κι άλλοτε γιατί έχανα τον ειρμό. 
 
ια να σε θυμάμαι, μέχρι να σε ξαναδώ, για τους επόμενους τέσσερις-πέντε μήνες, τόσοι δεν πέρασαν; 
 
Σιωπή. Μέχρι τη στιγμή που προσπάθησα να πιαστώ από ένα συναίσθημα για να αρχίσω σιγά-σιγά να ξεδιπλώνομαι. 
 
έρεις πως με κάνεις να νιώθω; 
υναίκα. 
μ, καλά. 
 
Άρχισε το ξέσπασμά μου. Ένας κυκεώνας από θέλω, νιώθω, λογικές και την επίμονη άρνηση των δικών του εξηγήσεων. Κι όλα αυτά ανάκατα, δίχως σειρά συντακτική, με παύσεις, μεγάλες παύσεις. Ήρεμα, σε χαμηλούς τόνους πάντα.
 
 εν μπορώ άλλο έτσι… Δεν το θέλω. Με φθείρει… Τι άλλο να σου πω… Τα ξέρεις.
 
 Παύση διαρκείας.
 
  άνθρωπός μου θέλω να είσαι.  
υτό δε θα το έχεις. 
 
Τον κοιτούσα επίμονα. Ήθελα όλη αυτή η ψυχρότητα που κρυβόταν στην έννοια της φράσης του, να διαπεράσει το σώμα μου, να με ποτίσει, να νεκρώσει κάθε μου συναίσθημα. 
 
ε κρατάς πίσω με το να υπάρχεις και να μην υπάρχεις.
 -Αυτό κάνε, πάλι. Φύγε, εγώ δε σε κρατάω. Σε ένα μήνα, δύο, τρεις, και χρόνος να περάσει, αν ξαναφανείς και μου πεις «χάνομαι, σε ψάχνω, δεν είμαι καλά» εγώ θα βρω τον τρόπο να σε βρω. 
ι εγώ που πίστεψα για άλλη μια φορά όσα έγραψες. Με γύρισες πίσω, χωρίς να είναι αλήθεια. Ψεύτικα ήταν. Λόγια μόνο. Μόνο λόγια είσαι. 
 
Χαμηλώνουν τα μάτια του. Και τα δικά μου.  
 
ήκω πάμε να φύγουμε.  
γώ θα μείνω εδώ, πήγαινε εσύ αν θέλεις.  
αζί ήρθαμε εδώ. Μπορούμε τουλάχιστον να φύγουμε και μαζί; Και δε με νοιάζει, μετά, πήγαινε όπου θες. 
χι, δε φεύγω, είπα. Κι ένιωσα την φωνή μου να σπάει.  
 
«Όχι τώρα έτσι. Μη. Μην. Μη σπάσεις τώρα», σκεφτόμουν κι άλλο δε μίλησα, από φόβο, μη συνεχίσει η φωνή το τρέμουλό της και προδοθώ. Ούτε κι εκείνος ξαναμίλησε. Στάθηκε ακίνητος μπροστά μου, ενώνοντας μεταξύ τους τα πόδια του. Έπειτα άνοιξε κάτω τα πέλματά του, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν. Τον κοίταξα. Γέλασα. Κι έμεινα μ’ ένα χαμόγελο βαμμένο από τα κατακόκκινα χείλη. Κι ήταν τόσο αυθόρμητο όλο αυτό. 
 
«Πόσο όμορφα είναι τα αυθόρμητα. Πόσο απλά και όμορφα», σκέφτηκα. «Γι’ αυτό χαλιέμαι με το παρακαλετό». Κοίτα να δεις που ώρες-ώρες η σκέψη μου δε λέει να το βουλώσει με τίποτα. «Έτσι και με μας, να ’βγαινε αβίαστα, σκέφτομαι, κουράστηκα να πιέζω». 
 
Μέσα στον χαμό των σκέψεων, ασυναίσθητα, έσκυψα το πρόσωπό μου. Είχα πάψει να σε κοιτώ και το χαμόγελο είχε φύγει. Τότε ήρθες εσύ. Με τις χούφτες σου αγκάλιασες τα μάγουλά μου και τα κράτησες εκεί. Σε κοίταζα. Μου δάγκωσες το κάτω χείλος. Κι ύστερα δάγκωσες και το επάνω. Ένιωσα την υγρασία σου. Έτριψες το σαγόνι σου κι ένιωσα το γδάρσιμό σου.  
 
όσες; 
ρεις. Ή μήπως δύο; 
ρεις. 
 
Τόσες ήσουν ημέρες αξύριστος. Ξέπιασες τα χείλη από τα δικά μου. Πήρες πίσω τις χούφτες σου. Διήρκησε μόνο μια στιγμή μα φάνηκε τόσο παραπάνω. Όσο χρειάζεται να αλυχτήσουν οι πόθοι. Όσο παίρνει να προφέρεις ((βασανάκι μου)). Κι εκεί που νόμιζα πως αυτό ήταν, πως άλλο δεν έχει, πέρασες πάλι τις χούφτες σου. Ξεσήκωσες το φιλί μου. Έδωσες πάθος στην ανάσα μου. Με φίλησες ξανά και ξανά. Κι εγώ δε σε χόρταινα. «Δε θα σε χορτάσω ποτέ…» φώναζαν από μέσα τα στήθη μου και φούσκωναν από λαχτάρα. 
 
Σηκωθήκαμε. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο. «Βάλε τη ζώνη σου», μου είπες. Για το δικό μας μέρος έβαλες εμπρός την μηχανή, για τον δικό μας τόπο. Εκεί δεν υπάρχουν λόγια και υστερίες. Μόνο αισθήσεις κι αγγίγματα υπάρχουν. Και ψίθυροι. ((Μου έλειψες, μου έλειψες, μου έλειψες, μου έλειψες, μου έλειψες…)). Ρουφάς τον λαιμό μου κι είμαι εγώ που καταπίνω τους αναστεναγμούς ((αχ)). Θέλω να βγάλω ό,τι ξένο νιώθω στο κορμί μου. Τα σκουλαρίκια από τα αυτιά, τις αλυσιδίτσες στο λαιμό και στον καρπό του χεριού μου. Τα σκουλαρίκια ήταν τα μόνα που πρόλαβα.  
 
Ανάβεις τσιγάρο, κι ενώ δεν καπνίζω, θέλω να φέρω τον καρπό σου εμπρός στο δικό μου στόμα. Ρουφηξιά που θέλω να κατεβάσω στα πνευμόνια μου, λες και η εκπνοή θα πάρει μαζί της όλα τα πνιγμένα "αχ" των πόνων. Των πόνων που γλυκαίνουν με το δόσιμο για να επιστρέψουν πιο αβάσταχτοι μετά. 
 
Αρχίζεις πάλι να μιλάς. Όχι λόγια. Όχι τώρα λόγια. Τα ξέρω αυτά. Τα ξέρω μου τα ’χεις πει. Είσαι "αλήτης" λες. Και σ’ "έγνοιες" δε στριμώχνεται η αλήτικη ζωή. Σσττ! Μη! Μην το χαλάς. Θα είσαι στο "αλλού σου" λες, και μόνο πόνο θα μου βγάζεις. Έτσι λες. Λες και λες. Κι εγώ δε μιλώ. «Σκάσε». Κι ας μη στο λέω. Και συνεχίζεις. Μου δίνεις δίκιο, λες. Αλλά, κι εσύ, πως έχεις εξηγηθεί. Λες. Πως κάποια στιγμή θα σου την βιδώσει και θα βγάλεις το καλώδιο από την πρίζα. Θεέ μου τί λες; Και πάλι τίποτα δε λέω. Φτάνει να δεις τα μάτια μου και τους νευρώνες στα μηνίγγια, που σου φωνάζουν «σκάσε». «Σκάσε επιτέλους, βούλωσέ το». Κι αντί για αυτό, βλέποντας ένα μονάχα σκουλαρίκι στη θέση του, ξεσπώ και σου φωνάζω για το άλλο. Ψάχνω να το βρω. Πουθενά. «Δείξε μου πως είναι να σου πάρω άλλα». Γυρνώ με βλέμμα αγριεμένο και σε κοιτώ. Ανοησίες λες, θέλω να σου πω και δεν το λέω. Ποια θαρρείς πως είμαι; Το μικρό κακομαθημένο κοριτσάκι που έχασε το παιχνίδι του, κι εσύ για να το ησυχάσεις του τάζεις να του πάρεις άλλο; «Είναι δώρο. Έχουν αξία για ’μένα, καταλαβαίνεις»; Με έχει πιάσει πανικός. Θέλω το σκουλαρίκι μου. Δεν γίνεται να έχει συμβεί αυτό. Τα διαμαντάκια μου. Όχι δεν μπορεί. Που με εικόνες δικές μου τα είχα ντύσει. Με περιστάσεις και πρόσωπα αγαπημένα. Πολύ πριν από ’σένα. 
 
Φωνάζω μέσα μου. Γύρνα πίσω. Θέλω να ψάξω. «Γύρναααα…». Και η φωνή, αυτή η καταραμένη φωνή, δε βγαίνει. Τι στο καλό; Ντρέπομαι να σου πω; Φοβάμαι να σου πω να με γυρίσεις πίσω; Θυμώνω. Θυμώνω με τον εαυτό μου που έχει αποδεχτεί αυτά τα όρια. Ένα βράδυ κλείνει. Ένας νέος μήνας ανοίγει. Κι εγώ δεν τόλμησα να σου πω κάτι τόσο απλό. «Γύρνα, θέλω να ψάξω μέχρι να το βρω»
 
Κι ο δρόμος στενεύει. Στενεύω κι εγώ μαζί. Κι η απόσταση μικραίνει. Μικραίνω κι εγώ μαζί. Μια τοσοδούλα μικρή γίνομαι. Μη με κοιτάς, πόσο ντρέπομαι και πόσο φοβάμαι. Να ’ξερες μόνο, πόσο θέλω να σε κλείσω στην αγκαλιά μου. Πόσο θέλω να πω «δεν πειράζει, ένα δάκρυ ήταν που πάγωσε και κύλησε στον τόπο μας, να σφραγισθεί με την δική μας παρουσία». Πόσο θέλω να βγάλω κι αυτό το ένα που φορώ και να σου πω «υπήρξαμε, κράτησέ το, να θυμάσαι τη βραδιά μας». Η ατμόσφαιρα βαριά. Κατεβαίνω από το αμάξι. 
 
εν μου ’δωσες ένα χαμόγελο απόψε. Χαμογέλα μου. 
 
Τώρα γιατί δεν μιλάς; Εεε; Καμία σύσπαση στο πρόσωπό σου. Ντράπηκα. Πόσα κομμάτια καρδιάς μου κόστισε τούτη η παράκληση, ξέρεις; Και το σκουλαρίκι μένει στη θέση του.  
 
Συνεχίζω την πορεία μου. Έχω φτάσει στο σπίτι. Έχω ανοίξει την πόρτα, έχω αδειάσει την τσάντα μου, με τον ίδιο τρόπο που έχω αδειάσει το μέσα μου. Η μορφή μου στον καθρέφτη. Λεηλατημένη. Σημάδια σου στο λαιμό. Σημάδια σου και στα χείλη. Μα απ’ όλα, ’κείνο που σκούζει τη γύμνια μου είναι το σκουλαρίκι. Δέκα φορές αγριεύω κι εκατό λακίζω.  
 
Η στιγμή που μου άφησες το σημάδι στα χείλη, αποκαλύπτεται. Η στιγμή, εκείνη η ωραία στιγμή, εκείνη η ωραία μικρή στιγμή, εκείνη η αβίαστα ωραία μικρή στιγμή, που οι χούφτες σου πήραν τα μάγουλά μου σε αγκαλιά. Η στιγμή που μάγκωσες τα χείλια μου και δάγκωσες τον καρπό του πόθου μου για σένα. 
 
Κι αν τα ’χω βάλει με τα σημάδια σου, κι αν τώρα μου φταίνε, με εμένα έχω θυμώσει. Είναι που στον καθρέφτη θα κοιτιέμαι, θα τα γυρεύω, κι αυτά θα έχουν σβήσει.  
 
«Στιγμές είσαι για μένα», είπες.  
Και ήταν Πρωτομαγιά.  
«Μύρισε! Νυχτολούλουδο.», σου είπα, 
και η καρδιά μου πετάρισε στο «Ναι» σου.
 
 
Μουσική Επιλογή: Αλκίνοος Ιωαννίδης ~ Ο δρόμος σου είσαι εσύ

2 σχόλια:

  1. Πολύ ιδιαίτερη τούτη η Πρωτομαγιά που μοιράστηκες μαζί μας!

    Kαλημέρα, καλό μήνα και καλό Πάσχα.
    Με υγεία και κάθε καλό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπερένια, σε ευχαριστώ για τις ευχές σου και σου στέλνω έναν ασφόδελο!

    Χρησιμοποίησες τη λέξη "ιδιαίτερη" και για αυτό το λόγο με γύρισες 10 χρόνια πίσω και θυμήθηκα αυτό
    https://kopelametokanarini.blogspot.com/2014/04/blog-post_30.html
    Πιστεύω πως θα σου αρέσει.

    Καλό Μάιο να έχουμε! Καλή Ανάσταση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Κάθε που στάζει ροδόνερο ανθίζει το γιασεμί μου...