Σάββατο, Μαΐου 25, 2024

Προσεύχομαι

Για να ακούσεις το καινούργιο ηχητικό πήγαινε στο Youtube στο κανάλι μου Kanarinenia's Chronicles ή αλλιώς κάνε κλικ στο σύνδεσμο που θα βρεις κάτω από την εικόνα. 

 

     Στον Κάμπο, κάθε χερομάχος εξόν από τα αγροτεμάχια που έχει και καλλιεργεί, στο αγροτόσπιτό του φκιάνει υπόστεγο από τσίγκο κι αμπάρι από πλίνθο. Εξόν από τον κήπο με τα λαχανικά, τα γεώμηλα, τις ντοματιές και τα οπωρικά έχει κι ένα αμπέλι. Κι εξόν από το κοτέτσι με τα κοκόρια και τις κότες που γεννούν νοστιμότατα αυγά, φκιάνει και στάβλο με ξύλα που ο ίδιος έχει πελεκήσει. Κι όλα τα φκιάνει όχι με ξένα χέρια, μα με τα δικά του. Για τούτο, αν χάδι του ποτέ σου νιώσεις, άγριο θα πεις πως είναι.

 

     Στον Κάμπο, ο άντρας είν’ ο αφέντης. Κι ο λόγος του είν΄ προσταγή κι αναβολή δεν έχει. Η γυναίκα είν’ το ζεστό φαγί και το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του αφέντη. Είν’ το υποκάμισο του αφέντη που τρίβεται στην σκάφη για να μυρίσει η αυλή της πάστρα. Και πότε είν’ το κεφαλομάντηλο που σκεπάζει την φούρκα του αφέντη και πότε είν’ η αραθυμιά στα χείλη του κι η πονηράδα στους οφθαλμούς του.   

 

     Στον Κάμπο, ο γιόκας είν’ το παιδί. Το παιδί είν’ το αγλάισμα του αφέντη και παίρνει το πόστο του σαν λείπει. Το παιδί είν’ το  χαϊδολόγημα της μάνας κι η παρηγοριά της. Το παιδί είν’ το σκουτάρι κι  η σκιά της θυγατέρας. Κι είν’ ο δεύτερος άντρας του σπιτιού, ο γλυκομίλητος κι ο μπορετός. 

 

Στον Κάμπο, η κορασίδα έχει το φαρί της.


               

Κι η απόκτησή του μοιάζει με ιεροτελεστία. Σαν η λεχώνα βγάνει θηλυκό, ο αφέντης περιμένει μέχρι την εποχή της αναπαραγωγής. Έπειτα, παίρνει τη φοράδα του σπιτιού και την πηγαίνει στον ιδιοκτήτη υγιών επιβητόρων. Έναντι αδρής αμοιβής γίνεται το ζευγάρωμα. Σε περίπου έντεκα μήνες η φοράδα θα γεννήσει το πουλάρι. Στο εξής, το πουλάρι αυτό και το θηλυκό του σπιτιού μεγαλώνουν αντάμα. Και σαν τρανέψει το θηλυκό γίνεται αυτήν η ιπποκόμος. Έχει ολότελα πια την ευθύνη της σιταποθήκης, την  περιποίηση του στάβλου και την φροντίδα των αλόγων.  Ξέχωρη όμως η σχέση με το φαρί της.

     Στον Κάμπο, σαν αποθαίνει το φαρί της κορασίδας από ανημποριά, πόνεμα είναι και καημός μεγάλος. Κι αν λάχει το κορίτσι να ’ναι αρραβώνιαστο, τότε είναι και στέρηση και κακοτυχιά. Γιατί, στον κάμπο, η θυγατέρα δεν λογοδίνεται δίχως την  έγκριση του αφέντη. Κι όσο παράδοξο, ο αφέντης με την θυγατέρα παραμάσχαλα και τον αγαπητικό, παγαίνουν σιμά στο άτι της κόρης. Αν το άλογο τσινήσει, ο αφέντης αποστέργει τον ασίκη. Τέτοιο το δέσιμο του αλόγου με την κόρη. Τέτοιο το σέβας του αφέντη προς το ζώο. «Δε στο δίνω το θηλυκό. Δεν σε δέχεται το ζωντανό, εσένα τον ταλαίπωρο, και σου τσινάει». 

 

Κάθε που νιώθεις μοναξιά μπινεύω το φαρί μου… και προσεύχομαι .!
Κάθε που το ((θέλω)) σου με ποθεί καλπάζω… και προσεύχομαι .!

 

     Περνώ μέσα από δασοτόπια. Οι οπλές του αλόγου αφυπνίζουν τη σιλουέτα των δέντρων. Η πιλάλα μου κόβει την πνοή.  Στον νερόμυλο ξεπεζεύω. Κείμαι. Το κορμί μου τσαλακώνει τ’ αγριολούλουδα. Το κορμί σου τσαλακώνει το κορμί μου. Τα δύο - μαζί -  τσαλακώνουν και τσαλακώνονται. Τα δόντια σου δαγκώνουν. Το σαγόνι μου δαγκώνεται. Τα δάχτυλά μου γδέρνουν. Η πλάτη σου γδέρνεται.  Η παλάμη σου φυλακίζει. Το στήθος μου φυλακίζεται.

 

Το στόμα σου συλλαβίζει . . .

«Δε μπορείς

δε μπορώ

δε θέλω…

και δεν πρέπει

να φύγω από εδώ».

 

 . . . η ένωσή μας συλλαβίζεται.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ως το νερόμυλο με ανασύρεις απαλά. Το νερό παγώνει το αίμα. Νιώθω τις φλέβες μου που συρρικνώνονται. Αφαιρείς το εξωτερικό μου ένδυμα. Μου επιτρέπεις το λευκό φουρό.  Απροφύλακτη, δεν με άφησες ποτέ, ούτε και στα δικά σου μάτια.

 

Κάθε που νιώθω την θέρμη των χνώτων σου λιγώνω… και προσεύχομαι. 
Κάθε που είσαι αμετάκλητα παρών αναθαρρεύω… και προσεύχομαι .!

 

           Ζυγώνεις τ’ άτι μου. «Ασέλωτο το ιππεύεις;» υπερήφανος με ρωτάς. Στα χέρια σου τα γκέμια. Προστάζεις θαρρετά, και κείνο αρχικά χλιμιντρίζει. Πειθήνιο κατόπι στα προστάγματά σου. Έρχεσαι ως καβαλάρης κι ανοίγοντας τη δεξιά λαβή σου με ανεβάζεις στ’ άτι. Κι όπως ξεμακραίνουμε και το φουρό μου στάζει στο διάβα το νερό του μύλου, κοιτώ τον τόπο που κουρσεύτηκε από τα σώματά μας. Κοιτώ το περίγραμμά του. Κοιτώ τα τσακισμένα αγριολούλουδα. Την υγρασία του έρωτα που αφήσαμε στο φύλλωμά τους. 

 

 

Και κάθε που κοιτώ . . .  προσεύχομαι .!

((Ένα)) το κερί. ((Κοινό)).

Να μας έχει ο Θεός καλά.

Να μας έχει ο Θεός μαζί.

Αν είσαι εσύ ο αγαπητικός

- για δες -

τσινάει το φαρί μου;

Γιατί, εγώ,

δεν είμαι παρά

. . .  

[μια κορασίδα του κάμπου]

4 σχόλια:

  1. Κορασιδα του καμπου
    το φαρι σου τσιναει
    και περηφανα περναει
    -------------
    μα εγω ειμαι θαλασσινος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αιώνια θαλασσινέ (που τόσο σου πάει),
      σου στέλνω αυτό συντροφιά για τα ταξίδια σου
      https://www.youtube.com/watch?v=c7izD8oF-ng

      Καλησπερένια V.

      Διαγραφή
  2. Το κειμενο σου βεβαια δεν ειναι κατανοητο
    για καποιον βιαστικο αναγνωστη
    εκτος απο μυστικους συμβολισμους
    εχει και μερικες αγνωστες λεξεις
    η αληθεια ειναι οτι το ξαναδιαβασα αρκετες φορες
    εχεις εμπνευση.
    --------------
    Ευχαριστω για το κομματι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πράγματι, έχεις δίκιο, και οι τρεις επισημάνσεις σου είναι πολύ εύστοχες. Σε ευχαριστώ διπλά για το χρόνο και την επιμονή σου να αφουγκραστείς.
    -----
    Καλό σου βράδυ V!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Κάθε που στάζει ροδόνερο ανθίζει το γιασεμί μου...