Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2012

Χόρεψε για μένα Γουόλις

Το κλειδί στην πόρτα. Το φως λιγοστό. Η λάμψη της θράκας. Ο ήχος του ξύλου που καίγεται, κρατς.

Νιώθω τα μέλη μου βαριά, εξαντλημένα από την κόπωση του μόχθου και κατόπιν του γλεντιού. Η γωνιά δίπλα στο τζάκι σχεδόν με εκλιπαρεί να καθίσω χάμω. Το κάνω. Παίρνω το "μπλο(γ)κάκι" μου στα χέρια. «Όχι τώρα ανάρτηση, όχι τώρα» το εξωτερικό μου κέλυφος και ο εγκεφαλικός μου εαυτός διαφωνεί εντόνως με τα εσωτερικά του όργανα. 

Στο στόμα λιώνει το μελομακάρονο. Δεν δύναμαι να βγάλω από το νου μου εκείνη την εικόνα. Ο ήλιος ίσα που γλύκαινε με το φως του την παγερή ατμόσφαιρα. Θύμιζε το χρώμα του μελιού. Τα μάτια μου χάθηκαν σ' εκείνο το πλήθος από κοράκια. Πετούσαν πάνω από ένα αγροτεμάχιο. Άλλα τόσα κοράκια διάσπαρτα καταγής στο χώμα, με τα ράμφη τους βουτηγμένα, έψαχναν σπόρους να φάνε. 

Επιβράδυνα να χορτάσω την θέα. Για μια στιγμή φαντάστηκα το σώμα μου να τρέχει μες το χωράφι. Έπρεπε να είχα φορέσει τις γαλότσες. Έτρεχα και τα κοράκια πετούσαν πάνω από το κεφάλι μου. Έπρεπε να είχα φτιάξει ένα αχυρένιο σκιάχτρο να συμπλήρωνε την μαγεία του χωραφιού. Οι πύλες του νοητού μου ταξιδιού είχαν ανοίξει. 

Το πόδι μου ασυναίσθητα πάτησε το γκάζι. Κι ένιωσα σαν ένα κοράκι στον αιθέρα. Ο χωραφόδρομος έμεινε πίσω μου.  


[μίλησε με μια κουβέντα] [μια κουβέντα αντικατέστησε λεπτά-ώρες-ημέρες συνεδριακών συζητήσεων]

[ύστερα πρόσθεσε πλάι στην κουβέντα άλλη μια λέξη] [μόνον]

-Μόνον.
-Αυτό δεν είναι το Μόνον.
-Αλλά;
-Αυτό είναι το Όλον.

[σιωπή]

-Το «μόνον» από το «όλον» ξέρεις πόσο απέχει;
-Πόσο;
-Γαλαξιακά πολύ.
-Εγώ ξέρεις πόσο απέχω από εσένα;
-Μηδέν εις το άπειρον.

[γελάει] [γελάει με ένα γέλιο ερωτικό]

-Ξέρεις που με πάει το γέλιο σου;
-Που;
-Στο συν (+) άπειρο.

[γελάει από ηδονική απόλαυση των όσων άκουσε]

-Είπα βλακεία. Δεν με νοιάζει. Όταν σε κάνω να γελάς με αυτόν τον τρόπο… όταν ακούω αυτό σου το γέλιο… σε ερωτεύομαι.

[την στιγμή που ένιωσε να καταβροχθίζεται από το πλην (-) άπειρο είπε…]

-Είν’ όμορφος ο κόσμος σου. Ελπίζω μόνο να μην στον καταστρέψω.
-Μόνο εγώ μπορώ να σου επιτρέψω να τον καταστρέψεις. Θα είναι δική μου παραχώρηση, όχι δικό σου σφάλμα.

[νιώσε την κουβέντα μου, σε παρακαλώ]











«Προς ενημέρωσή σου. Να με φωνάζεις Κλημεντίνη και οι τούφες μου έχουν αποχρώσεις κανελί».




Μουσική επένδυση: Sarah Jaffe ~ Clementine

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012

Θα σε γράπωνα... στο παρά τρεις...













Θα μπορούσαμε για ώρες. Εσύ να ήσουν το λευκό παρκέτο κι εγώ το γατολίνο που τσαλακώνει τα αυτιά του επάνω σου. Έπειτα, να σε γλύφει [λέω για το παρκέτο μην μπερδεύεσαι] κι εσύ να λεκιάζεις με λιχουδιές μόνο για να γλύφεσαι από τα ελαφρώς κατσαρωμένα μουστάκια μου.






Θα μπορούσαμε εσύ το ζαβολιάρικο να ήσουν κι εγώ στο μάγουλο η γρατσουνιά.  



Δεν θα μπορούσαμε, ωστόσο, να διευκρινήσουμε «ποιος είναι το κουβάρι και ποιος το γατολίνο».




 Μουσική επιλογή: Ελένη Βιτάλη ~ Το ποδήλατο

 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012

Από πάντα...

Έχω βάψει την κρεβατοκάμαρά μου στο χρώμα του πλανκτόν. Δύσκολο να περιγραφεί. Άλλη μια προσπάθεια. Στο χρώμα του φυκιού. Στο χρώμα του  πυθμένα του ωκεανού.

-Μίλα μου.
-Σου μιλάω αγάπη μου. Εδώ είμαι. Ένα βήμα πριν τα χείλη σου και σου μιλάω, με μικρές κοφτές συλλαβές.
-Ναι, έτσι μου μιλάς. Έτσι.
-Μόνο έτσι.








-Μ’ αγαπάς λίγο;
-Λίγο; 
-Λίγο, ναι, μ’ αγαπάς;
-Το πολύ υπάρχει στο μυαλό σου; 
-Θες να μου το βάλεις εσύ;
-Το πάρα πολύ υπάρχει; Γιατί αυτό μόνο μπορώ να βάλω μέσα σου βαθιά. Το πάρα πολύ.

Στο λευκό πορσελάνινο ρεσώ έριξα ζεματιστό νερό και κάμποσες σταγόνες άρωμα. Την ώρα που άναβα την φλόγα του κεριού, άρπαξαν τα μαλλιά μου. Μια στιγμή απροσεξίας χρειάστηκε για να καούν. Η Wallis και ο Edward χορεύουν μες τον χώρο μου. Η Wallis είμαι εγώ. Νομίζω πως, μετά από τόσα χρόνια, ήρθε καιρός ν' αφήσω ακάλυπτο τον λαιμό μου, ολοσδιόλου γυμνό. 

-Σ’ αγαπάω. Βαθιά. Ουσιαστικά. Σαν ζεστασιά μέσα στην καρδιά σου. Σε κάθε χτύπο σου. Σαν ροή στις φλέβες. Όποιο όνομα κι αν έχεις. Σ’ αγαπάω για το μέσα σου. Για την ψυχή σου. Για ό,τι γίνομαι δίπλα σου. Για όσα ζω, για όσα θέλω να δω, να αγγίξω. Για ό,τι έχω και δεν έχω. Για όσα ζωηρεύουν και γίνονται ερωτικά, φιλικά, ή απλά συντροφικά. Έτσι σ’ αγαπάω. Για αρώματα που δεν ανέπνευσα ακόμα, για όσα θα γνωρίσω, για όσα μου δίνει η ζωή πλάι σου.
-Έτσι να με αγαπάς.



















Ακόμη ψάχνω το όνομά σου. Τόσες αποτυχημένες προσπάθειες. Κι όμως είσαι εσύ. Σε ξέρω. Είσαι τόσο εσύ. Συχνά στο όνειρο της κηδείας σου με ρωτούν.

«Γνωριζόσασταν καιρό»;
«Γνωριζόμασταν από πάντα». 

-Πώς σε λένε; Θα μου πεις;
-Σήμερα με λένε Γούολις.
-Αύριο;
-Αύριο θα πηγαίνω να κόψω την καμμένη τούφα. Το βάρος της θηλυκής ομορφιάς. Από αύριο να με φωνάζεις κάπως αλλιώς.


Photo by Kaeya
Μουσική επιλογή: Abel Korzeniowski ~ Dance for me Wallis


Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2012

α ε Ρ ό σ τ α τ Ο

Πώς αρχίζει ένα ωραίο κείμενο; Και πώς τελειώνει ένα άσχημο;


Ξέρω ακριβώς πως νιώθεις. Έχω βρεθεί εκεί. Ήταν κόλαση. Το θέμα είναι πώς βρέθηκες εσύ και γιατί; Τα ντουλάπια τραντάζονται, τα μαχαιροπίρουνα κροταλίζουν. Ειρωνεία. Παγερότητα κι αυτήν η  αδιάθετη διάθεση ύστερα για ημέρες.

Σε θαύμαζα όσο τίποτα, εκτιμούσα την προσφορά σου. Όχι αόριστος, ενεστώτας. Ισχύουν και στο παρόν. Ίσως δεν θα καταφέρω ποτέ να γίνω όλα όσα κατάφερες, έγινες κι απόκτησες ως κόρη, αδερφή, σύζυγος, μητέρα, πεθερά.

Θα σταματήσω να μιλώ με αλήθειες. Θα ξαναενδυθώ τον παλιό πολυφορεμένο μου εαυτό. Στο σανίδι του πόνου ήμουν καλή ηθοποιός. Η αλήθεια, όλη δική μου, από το να σε πληγώνω. 

Απόψε, απέτυχα με όλους τους δυνατούς τρόπους να σου φέρω γιατρειά. Ήττα οικτρή.

Εάν περνούσε από το χέρι μου, θα ανέβαινες μαζί μου σε ένα τεράστιο χρωματιστό μπαλόνι. Σ' ένα αερόστατο. Θα σε ταξίδευα σε καθάρια σύννεφα, λευκά. Εκεί όπου υπάρχουν κανελωμένα λόγια και χαμόγελα από πασπαλισμένη άχνη. Έως ότου κατέβουμε ξανά πίσω στην γη με άλλα αισθήματα.

Ζεσταίνω τον αέρα.
Θα 'ρθεις;