Όχι. Ψέματα δεν θα πω. Δεν θυμάμαι εκείνη την πρώτη ημέρα που είδα την μορφή της να περνά σαν αερικό.
Εκείνο, ωστόσο, που θυμάμαι είναι η πρώτη-πρώτη αίσθηση που άφησε με το
πέρασμά της. Γεμάτη τρυφεράδα. Ρομαντική. Εύθραυστη. Κυρίως αυτό το
τελευταίο. Ναι, εύθραυστη. Σαν εκείνες τις πορσελάνινες κουκλίτσες στις
βιτρίνες που με μια απρόσεχτή σου κίνηση γίνονται χίλια κομμάτια.
Μια χνουδωτή λευκή μπάλα τριβόταν στα πόδια της κι εγώ ζήλευα. Πολλές
φορές στάθηκα ξημερώματα κάτω από το κατώφλι της. Κι είχα μιαν έτοιμη
πρόφαση στα χείλια. «Μήπως σου περισσεύει λίγη ζάχαρη; Ξέμεινα… Για τον
καφέ». Μ’ όση φόρα κι αν ορμούσα, μ’ άλλη τόση βία σταματούσα τον εαυτό
μου προτού παρεκτραπεί. Κι ύστερα, ένας άγνωστος θα την τρόμαζε κι εγώ
δεν ήθελα να θρυμματίσω την ευαισθησία της. Τι να της έλεγα, δηλαδή,
σαν με ρωτούσε για την ταυτότητα μου; «Ο Τάκης από την απέναντι
οικοδομή»; Ήθελα να την γνωρίσω. Πώς το ήθελα Θεέ μου. Δίσταζα γιατί δεν
ταίριαζε τ’ όνομά μου με την αύρα της.
Ήρθε, μου χτύπησε το κουδούνι. «Ο γάτος μου» είπε κι έδειξε με το
δάχτυλό της την χνουδωτή μπάλα που έγλειφε τις λιχουδιές που του είχα
δώσει.
Άπλωσε το χέρι της.
-Αλκμήνη, είπε.
Σάστισα και μέχρι να απλώσω το δικό μου εκείνη το είχε πάρει πίσω.
-Τάκης, τραύλισα.
Πόσο κουτός. Βιάστηκα να επανορθώσω.
-Δηλαδή, Δημήτρης.
Έκτοτε, στρογγυλοκάθισε στην σκέψη μου και δεν την άφηνα από τα μάτια
μου ούτε λεπτό. Ένα παράθυρο απόσταση. Παρακολουθούσα το βήμα της μέσα
από το ανοιχτό παράθυρο. Και τα αέρινα φορέματά της ανέμιζαν καθώς
κατέβαινε τη σκάλα, αφήνοντας μια απ’ άλλης εποχής ουρά να την ακολουθεί
ξοπίσω της.
Ο γάτος ξεμύτιζε συχνά. Το κόλπο με τις λιχουδιές είχε καθώς φαίνεται
πιάσει. Κι εκείνη χτυπούσε πλέον με μεγαλύτερη άνεση το κουδούνι μου.
«Σ’ ευχαριστώ Δημήτριε» έλεγε και τα μάτια της μου χαμογελούσαν.
Ώσπου μια μέρα, ένα κασκέτο κρεμεζή ξάπλωνε τεμπέλικα στο μπράτσο της
πολυθρόνας της. Τον είδα ύστερα για ώρα να κυκλοφορεί ως άλλος οικείος
ένοικος του σπιτιού. Ένα μουσάκι κάλυπτε το σαγόνι του και η ενοχλητική
μυρωδιά του καπνού της πίπας του έφτανε μέχρι το δικό μου παράθυρο. Με
το μυαλό μου έκανα υποθέσεις, τον βάφτιζα μέρα με τη μέρα προσπαθώντας
να μαντέψω ποιό όνομα θα ταίριαζε με ’κείνο της Αλκμήνης. Άπλωνε τα
μακριά λεπτά του δάχτυλα και την τραβούσε πάνω στο στέρνο του
απολαμβάνοντας τα φιλιά της.
Ο κεραμιδόγατος σκαρφάλωσε στα γνωστά του λημέρια κι από ταράτσα σε ταράτσα έφτασε για άλλη μια φορά στην κουπαστή του παραθύρου μου. Πέρασε μέσα νιαουρίζοντας για λιχουδιά. Στην πολυθρόνα του σπιτιού της είχα απ’ ώρα προσέξει το κασκέτο στην πολυθρόνα. Παρά την αρχική μου δειλία, πήρα την χνουδωτή μπάλα παραμάσχαλα και τράβηξα για ’κείνη. «Επέστρεψα τον γάτο» είπα κι είδα στα μάτια του μιαν ανακούφιση.
-Πάλι το ’σκασε ο μπαγάσας. Κοίταξε χάλι, έφερα τ’ άνω κάτω.
Ασυναίσθητα άπλωσα το χέρι και συστήθηκα. Εκδήλωσα τον φθόνο μου με θράσος, προφέροντας για πρώτη φορά δίχως ντροπή τ’ όνομά μου.
-Τάκης.
Ακολούθησε την κίνησή μου και μου ’σφιξε το χέρι.
-Δημήτρης, είπε.
Έφυγα με το κεφάλι σκυφτό. Εάν της είχα ζητήσει λίγη ζάχαρη, τώρα ποιος ξέρει; Ίσως βρισκόμουν εγώ, ο Δημήτριος, εντός του κασώματος της πόρτας της.
Πόσο πια να κόστιζε ένα κασκέτο κρεμεζή;
Μουσική επιλογή: Gianmaria Testa ~ Tela di ragno