Το τιμόνι -σαν ανοιχτό μάτι της κουζίνας- έκαιγε τα χέρια μου. Είχα ξυπνήσει. Σε βρήκα να κοιμάσαι ακόμη. Δεν θυμόμουν που είχα ακουμπήσει τον χαρτοφύλακα. Έφυγα γιατί έπρεπε. Είναι όση γνώση αποκόμισα από τις γνωστές, επιφανειακές, αμερικανικές σειρές που τελευταία κάνω γούστο.
Τα σεντόνια μούσκεμα από εναν έρωτα που δεν πραγματώθηκε. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, εκείνα έτσουζαν. Ίσως και να νύσταζα ακόμη. Τυχαία ανακάλυψα εκείνο το ποταμάκι για το οποίο σου άρεσε να μου μιλάς. Πήγαζε από την βάση του λαιμού, κυλούσε ανάμεσα στα στήθη και κατέληγε στην κοίτη του αφαλού μου. Έσκυψες να πιεις, εναπόθεσες τα χείλη σου στο τρίγωνο και ακολούθησες την πορεία. Οι περσίδες ανεβασμένες και το παράθυρο ανοιχτό. Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν μες το δωμάτιο και έπεφταν απευθείας στα χέρια μου. Τότε κατάλαβα γιατί το τιμόνι έκαιγε τόσο.
Στο πάρκιν, το αμάξι παραμένει στη θέση του.
Κι ο χαρτοφύλακας δεν βγήκε ποτέ από το ράφι του γραφείου.
Είναι καλοκαίρι.
Και εγώ ιδρώνω.
Και εσύ δεν είσαι η αιτία.
Μουσική επιλογή: Γιάννης Αγγέλακας ~ Όπως ξυπνούν οι εραστές.