Σάββατο, Ιουνίου 14, 2008

Σε είδα



σε έναν ξένο χώρο, ούτε δικό μου, ούτε δικό σου, εκεί σε πρωτοείδα. Μετά θέλησα να σε δω ξανά και ξανά και ξανά. Ήμουν λίγο παράξενη με το καναρίνι στον ώμο, κι έτσι με είδες κι εσύ.

Αφού πέρασε λίγος καιρός, θέλη
σα να φτιάξω μια σοφίτα. Την έβαψα μενεξεδί, καναρινί, κόκκινο, και σου χάρισα μια παπαρούνα...

Θυμάσαι;

Κι ήταν τόσο κόκκινη όσο και η ομπρέλα που κρατούσα στα χέρια μου.
Σήκωσες λιγάκι ψηλά το ένα σου φρύδι και με ρώτησες με απορία:
"Γιατί κουβαλάς αυτήν την κόκκινη ομπρέλα";
"Μα, δε βλέπεις; Βρέχει έξω", σου αποκρίθηκα εγώ.

Ύστερα, χαμογέλασες και άπλωσες το χέρι να μου δείξεις...

"Αν πάρεις τούτο το δρομάκι ο ουρανός είναι φωτεινός, χωρίς σύννεφα, βροχές και καταιγίδες". Κι έτσι έκανα...
διάλεξα το δρομάκι μου κι άρχισα να περπατάω ξέγνοιαστη. Αλλά ευτυχώς που κρατούσα ακόμη στα χέρια μου την κόκκινη ομπρέλα. Ο ήλιος ήταν τόσο εκτυφλωτικός κι έτσι την άνοιξα. Με άκουσε φαίνεται η αχτίδα μου και καλόπιασε τον ήλιο, κι εκείνος για χάρη μου χαμήλωσε. Ουφ, έπεσε λιγάκι η ζέστη κι έτσι πήρα μια ανασαιμιά και μπήκε όλο το οξυγόνο μέσα μου.


Καθώς περπατούσα, σε είδα, ήσουν εκεί πιασμένη από το κλαδί μιας λεμονιάς κι εγώ έκοψα το πιο φρέσκο και μυρωδάτο baby lemonade για να το κάνω λεμονάδα. Ήθελα να προλάβω να τρατάρω τον πρωτόπλαστο -πριν ξεγελαστεί και δαγκώσει το μήλο στον παράδεισο.

Άρχισε να φυσάει κι έτσι όπως κρατούσα το βιβλίο στο χέρι, "η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου" του Γιάννη, μου 'φυγαν οι λέξεις και 'γίναν ανεμοσκορπίσματα... Κι άρχισα να κλαίω, μα σε είδα που μου έστειλες την αγγελόσκονη να με καθησυχάσει. Η καημενούλα για να με συνεφέρει μου ψιθύρισε στο αυτί:

"Αν ακούς οι λέξεις κρύβονται μέσα μας".

Αλλά σε είδα που ανησυχούσες για 'μένα κι έτσι μου έστειλες κι άλλους πολλούς: την κ. Αμαλία Ηλιάδη, τον κ. Δημήτρη Βαρβαρηγό, τον κ. Νίκο Περάκη, την tzela, τον george, την morpheus, τον enfant rate, την roadartist, την Κατερίνα, τον Γιώργο, την Νίνα και έτσι με καθησύχασες τελικά.

Οπότε, ξεκίνησα πάλι να περπατώ. έχοντας την speranza (ελπίδα) στην anima (ψυχή) ότι όλα θα πάνε καλά!Και σε είδα που μου έβαλες κρυφά τον άψινθο, τα κλειδιά και τους κώδικες της faraona στην τσέπη,
για να λύσω το μέγα μυστήριο της ζωής.

Όταν νύχτωσε, συνάντησα έναν καλό σιδερά και με φιλοξένησε στο νερόμυλό του για να περάσω κάπου τη νύχτα. Πριν κλείσω τα μάτια να κοιμηθώ αντίκρυσα το φεγγάρι -δεν θα το πιστέψεις- μου έκανε φεγγαραγκαλιές και μου 'κρυψε ένα φιλί κάτω από το δαντελωτό μου γιακαδάκι. Στον ύπνο μου, ο ονειροφερμένος θέλησε να μου φέρει όνειρα καλοπλυμένα και καλοχτενισμένα. Έτσι, γεννήθηκε στα όνειρά μου ένα πλάσμα μυθικό, o diage που ακόμα περιμένω να πάρει σάρκα και οστά. Και το πρωί σαν ξύπνησα, έφυγα πατώντας στις μύτες των δαχτύλων, να μην ξυπνήσω τα ξωτικά και τις νεράιδες που ζουν σ
το βιβλίο των ευχών.

Μόλις ξεστράτισα λιγάκι, μου φανερώθηκε μια θάλασσα βαθιά. Είχε παλίρροια μα δεν τρόμαξα, με είχε ορμηνέψει από τα πριν η Αναστασία με λόγια της πλώρης.


Σε είδα...

και μου άρεσες! Κι έτσι άρχισα να π
λάθω τα πιο ωραία παραμύθια για να 'σαι ο ήρωάς μου. Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε δύο, θυμάσαι;

Η κοπέλα με το καναρινί φόρεμα και η γυναίκα στα λευκά.Ήτανε δύο κι ήτανε σαν ένας και πολλοί μαζί... η Υακίνθη, ο Τίτος, η Λήδα, ο Πιέρος...


Eλάτε όλοι μαζί να υποδεχτούμε το καλοκαίρι που ήρθε, μα δεν μας προσπέρασε...

Και πήρα μαζί μου πολλά μπαγκάζια, πολύ απόθεμα ψυχής... Θέλησα να είμαι σίγουρη, πως κάτι λίγο θα έχω να δώσω, σε όποιον θελήσει να το δεχτεί...

Κυριακή, Ιουνίου 08, 2008



Πετάς μια ατάκα -απλώνω να πιάσω,

σαν γυάλινο βάζο που πέφτει και σπάει.
Λουλούδια και θρύψαλα.
Πώς να τ' αγγίξω;
Φουσκώνουν οι φλέβες. Είναι το αίμα που ρέει.
Θα σπάσουν κι αυτές -είναι που δεν άπλωσες τα θρύψαλα να μαζέψεις.
Όντας χυμένα δάκρυα που πάγωσαν και 'γίναν λεπίδες μικρές.
Εσύ την ατάκα σου πέταξες.




Δευτέρα, Ιουνίου 02, 2008

Αθώα παπαρούνα…


Η γυναίκα στα λευκά, επέστρεφε από την ψυχιατρική κλινική κρατώντας στο χέρι μια κόκκινη παπαρούνα. Κάθε Κυριακή, ήταν πλέον καθιερωμένο για 'κείνη να επισκέπτεται τη μητέρα της, κατά τις προβλεπόμενες απογευματινές ώρες.

Μια εξαντλητική ρουτίνα πολλών ετών, που όμως τον τελευταίο χρόνο απέκτησε κάποιο ενδιαφέρον και ίσως λίγη δόση περιέργειας. Επρόκειτο, για την συντροφιά μιας καινούριας κοπέλας, μιας ασθενούς διαφορετικής από όλους τους άλλους εκεί μέσα. Μιας κοπέλας που τα μελιά της μάτια έκαναν το βλέμμα ζωηρό, για να ταιριάξει απόλυτα με τα ατίθασα μπουκλωτά μαλλιά της. Με μια μυτούλα γαλλική, και το δέρμα της, ω... πόσο ζήλευε το δέρμα της, πάλλευκο και δροσερό.
 
Σήμερα, η γυναίκα στα λευκά, έφτασε μισή ώρα αργότερα απ' ότι συνήθως. «Γιατί άργησες κόρη μου», άκουσε τη μάνα της να ρωτάει. «Είπα να φτιαχτώ λιγάκι μην τύχει κι ανταμώσω την κοπέλα», αποκρίθηκε.
 
«Ποια κοπέλα κόρη μου», ρώτησε δήθεν αδιάφορα. «Την κοπέλα...» σκέφτηκε για λίγο, μα δεν ήξερε το όνομά της, και συνέχισε βιαστικά, να τελειώσει τη φράση της, πριν γίνει αισθητή η παύση. «Την κοπέλα με το καναρινί φόρεμα». Η μάνα σούφρωσε τα χείλια σκεπτική, μα δεν είπε τίποτα. «Κατάλαβες τώρα για ποια κοπέλα σου μιλάω; Κα-τά-λα-βες...»; Και πρόφερε τη λέξη αργά και καθαρά με λίγη τρυφεράδα. «Δεν έχω προσέξει την κοπέλα που μου λες» , απάντησε η μάνα.

Μα πώς; Πώς δεν την είχε δει; Είχε περάσει ένας χρόνος τώρα. Πώς ήταν δυνατόν να ξέχασε, αφού μόλις την προηγούμενη Κυριακή μιλούσαν οι τρεις τους στον κήπο της κλινικής. Τα 'χει σαλεμένα, κι εγώ την ζαλίζω άδικα, αναλογίστηκε. «Καλά μάνα…», είπε και η συζήτηση πήγε αλλού. 


Περίμενε στη στάση για το λεωφορείο, κι έτσι όπως περίμενε -λέω για τη γυναίκα στα λευκά- χάθηκε μες το κόκκινο της παπαρούνας. Τελικά, εκείνο το απόγευμα αντάμωσαν πάλι με την κοπέλα -λέω για την κοπέλα με το καναρινί φόρεμα. Μίλησαν. Για την ακρίβεια, η κοπέλα της μιλούσε. Της διηγήθηκε μια ιστορία από τα παιδικά της χρόνια.

Ήταν μικρό κορίτσι, στην δευτέρα τάξη του δημοτικού, όταν κατέφτασε στο σχολείο τους μια τάξη Σερβόπουλα με τη δασκάλα τους. Ήταν άνοιξη και η παιδική χαρά του σχολείου είχε γεμίσει από παπαρούνες. Ένας τόπος που νόμιζες ότι είχε πιάσει φωτιά από παπαρούνες.

Η Σέρβα δασκάλα -θυμόταν- ήτανε όμορφη. Την λάτρεψε. Με ξανθά κοντά μαλλιά και μακριά νύχια. "Μανικιούρια", είχε ακούσει να τα αποκαλούν συνωμοτικά οι άλλες δασκάλες του σχολείου, μ' ένα φανερό ύφος χλευασμού στην χροιά της φωνής τους. Τόσο φανερό, που ακόμη κι ένα εφτάχρονο κορίτσι μπορούσε να το αντιληφθεί, και τόσο συνωμοτικό, που όλες τους, αν τολμούσαν να το παραδεχτούν τα ίδια νύχια θα ήθελαν να έχουν. Κάτι μανικιούρια, λοιπόν, μεγάλα και κόκκινα. Κατακόκκινα.

Κοριτσάκι τότε, στ' αλήθεια, την είχε λατρέψει, την όμορφη σέρβα δασκάλα. Κάθε μεσημέρι, πριν σχολάσουν έκοβε μια παπαρούνα από την αυλή του σχολείου και την χάριζε σε 'κείνη. Τότε, η δασκάλα, ακουμπούσε με τα απαλά της χέρια, τα μωρουδένια μάγουλα του κοριτσιού, τις έλεγε δυο λέξεις αλλόκοτες κι έπειτα την φιλούσε. Δυο λέξεις μόνο. Και πάντα αλλόκοτες. «Δεν ξέρω τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις», είπε η κοπέλα με το καναρινί φόρεμα. «Εγώ, πάντως, καταλάβαινα 'γλυκιά μου' . Έτσι άκουγαν τα παιδικά αυτιά μου. Ένα 'γλυκιά μου', κι έπειτα ένα φιλί στο μάγουλο».
 
Η φωνή του οδηγού διέλυσε τις σκέψεις της. «Φτάσαμε στο τέρμα, κυρία...», κι ύστερα πιο επιτακτικά, «εδώ είναι το τέρμα». Κι η παπαρούνα, έτσι όπως γυρόφερνε στα δάχτυλά της, είχε προλάβει να στάξει μία κηλίδα άσπρου υγρού, σα γάλα. Συνειρμικά έβαλε το δάχτυλο στο στόμα –στυφή γεύση. Σηκώθηκε αργά, έριξε μια άδεια ματιά στον οδηγό που περίμενε αγανακτισμένος, και κατέβηκε ανασαίνοντας βαθειά, μαζεύοντας περίσσιο αέρα στα πνευμόνια της. Ξεφύσησε, αποδοκιμαστικά, που δυο άνθρωποι όταν μιλάνε την ίδια γλώσσα, άλλη γλώσσα μιλάνε. Τι τα θες... τι τα γυρεύεις... Κι εκείνοι που 'χουν λαλιά διαφορετική, την ίδια λαλιά έχουν. Ξεφύσησε πάλι, κι ήταν σα να βλαστημά.

Η ανάσα της, άρχισε πια να παίρνει τον κανονικό της ρυθμό, σα θυμήθηκε τα λόγια της κοπέλας. «Όταν σε είδα για πρώτη φορά μου θύμησες τη Σέρβα δασκάλα -κι ας μην της μοιάζεις διόλου. Και σε λάτρεψα. Πάρε... σου φύλαξα την τελευταία παπαρούνα της άνοιξης. Καλό καλοκαίρι».


Η γυναίκα στα λευκά -αργά πια- είχε ήδη φτάσει στο σπίτι της. Άνοιξε το παράθυρο και βγήκε στη βεραντούλα. Μια γλυκιά μελαγχολία απόψε. Ένα όμορφο συναίσθημα γαλήνης. Μια ισορροπία ψυχική. Σιωπή... νύχτωσε... Μόνο ’κανα δυο περαστικοί κι ίσως κανένα αυτοκίνητο. Όμορφο βραδάκι, καλοκαιρινό. «Ενίοτε αργούν να ’ρθουν τα καλοκαίρια που μου τάζεις...» , θυμήθηκε το γράμμα της Υακίνθης. Αλλά το καλοκαίρι έφτασε κι έφερε μαζί του κι ένα καναρίνι κλεισμένο στο κλουβί του. Πήγε στο εικονοστάσι, άφησε δίπλα στο καντήλι αυτό το κόκκινο που κρατούσε από ώρα στα χέρια της κι έπεσε για ύπνο.


«Αθώα παπαρούνα», ψέλλισε...






Μουσική επιλογή: Ευανθία Ρεμπούτσικα ~ Το αστέρι κι η ευχή