σε έναν ξένο χώρο, ούτε δικό μου, ούτε δικό σου, εκεί σε πρωτοείδα. Μετά θέλησα να σε δω ξανά και ξανά και ξανά. Ήμουν λίγο παράξενη με το καναρίνι στον ώμο, κι έτσι με είδες κι εσύ.
Αφού πέρασε λίγος καιρός, θέλησα να φτιάξω μια σοφίτα. Την έβαψα μενεξεδί, καναρινί, κόκκινο, και σου χάρισα μια παπαρούνα...
Θυμάσαι;
Κι ήταν τόσο κόκκινη όσο και η ομπρέλα που κρατούσα στα χέρια μου.
Σήκωσες λιγάκι ψηλά το ένα σου φρύδι και με ρώτησες με απορία:"Γιατί κουβαλάς αυτήν την κόκκινη ομπρέλα";
"Μα, δε βλέπεις; Βρέχει έξω", σου αποκρίθηκα εγώ.
Ύστερα, χαμογέλασες και άπλωσες το χέρι να μου δείξεις...
"Αν πάρεις τούτο το δρομάκι ο ουρανός είναι φωτεινός, χωρίς σύννεφα, βροχές και καταιγίδες". Κι έτσι έκανα...
διάλεξα το δρομάκι μου κι άρχισα να περπατάω ξέγνοιαστη. Αλλά ευτυχώς που κρατούσα ακόμη στα χέρια μου την κόκκινη ομπρέλα. Ο ήλιος ήταν τόσο εκτυφλωτικός κι έτσι την άνοιξα. Με άκουσε φαίνεται η αχτίδα μου και καλόπιασε τον ήλιο, κι εκείνος για χάρη μου χαμήλωσε. Ουφ, έπεσε λιγάκι η ζέστη κι έτσι πήρα μια ανασαιμιά και μπήκε όλο το οξυγόνο μέσα μου.
Καθώς περπατούσα, σε είδα, ήσουν εκεί πιασμένη από το κλαδί μιας λεμονιάς κι εγώ έκοψα το πιο φρέσκο και μυρωδάτο baby lemonade για να το κάνω λεμονάδα. Ήθελα να προλάβω να τρατάρω τον πρωτόπλαστο -πριν ξεγελαστεί και δαγκώσει το μήλο στον παράδεισο.
Άρχισε να φυσάει κι έτσι όπως κρατούσα το βιβλίο στο χέρι, "η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου" του Γιάννη, μου 'φυγαν οι λέξεις και 'γίναν ανεμοσκορπίσματα... Κι άρχισα να κλαίω, μα σε είδα που μου έστειλες την αγγελόσκονη να με καθησυχάσει. Η καημενούλα για να με συνεφέρει μου ψιθύρισε στο αυτί:
"Αν ακούς οι λέξεις κρύβονται μέσα μας".
Αλλά σε είδα που ανησυχούσες για 'μένα κι έτσι μου έστειλες κι άλλους πολλούς: την κ. Αμαλία Ηλιάδη, τον κ. Δημήτρη Βαρβαρηγό, τον κ. Νίκο Περάκη, την tzela, τον george, την morpheus, τον enfant rate, την roadartist, την Κατερίνα, τον Γιώργο, την Νίνα και έτσι με καθησύχασες τελικά.
Οπότε, ξεκίνησα πάλι να περπατώ. έχοντας την speranza (ελπίδα) στην anima (ψυχή) ότι όλα θα πάνε καλά!Και σε είδα που μου έβαλες κρυφά τον άψινθο, τα κλειδιά και τους κώδικες της faraona στην τσέπη, για να λύσω το μέγα μυστήριο της ζωής.
Όταν νύχτωσε, συνάντησα έναν καλό σιδερά και με φιλοξένησε στο νερόμυλό του για να περάσω κάπου τη νύχτα. Πριν κλείσω τα μάτια να κοιμηθώ αντίκρυσα το φεγγάρι -δεν θα το πιστέψεις- μου έκανε φεγγαραγκαλιές και μου 'κρυψε ένα φιλί κάτω από το δαντελωτό μου γιακαδάκι. Στον ύπνο μου, ο ονειροφερμένος θέλησε να μου φέρει όνειρα καλοπλυμένα και καλοχτενισμένα. Έτσι, γεννήθηκε στα όνειρά μου ένα πλάσμα μυθικό, o diage που ακόμα περιμένω να πάρει σάρκα και οστά. Και το πρωί σαν ξύπνησα, έφυγα πατώντας στις μύτες των δαχτύλων, να μην ξυπνήσω τα ξωτικά και τις νεράιδες που ζουν στο βιβλίο των ευχών.
Μόλις ξεστράτισα λιγάκι, μου φανερώθηκε μια θάλασσα βαθιά. Είχε παλίρροια μα δεν τρόμαξα, με είχε ορμηνέψει από τα πριν η Αναστασία με λόγια της πλώρης.
Σε είδα...
και μου άρεσες! Κι έτσι άρχισα να πλάθω τα πιο ωραία παραμύθια για να 'σαι ο ήρωάς μου. Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε δύο, θυμάσαι;
Η κοπέλα με το καναρινί φόρεμα και η γυναίκα στα λευκά.Ήτανε δύο κι ήτανε σαν ένας και πολλοί μαζί... η Υακίνθη, ο Τίτος, η Λήδα, ο Πιέρος...
Eλάτε όλοι μαζί να υποδεχτούμε το καλοκαίρι που ήρθε, μα δεν μας προσπέρασε...
Και πήρα μαζί μου πολλά μπαγκάζια, πολύ απόθεμα ψυχής... Θέλησα να είμαι σίγουρη, πως κάτι λίγο θα έχω να δώσω, σε όποιον θελήσει να το δεχτεί...