Η πόλη γέμισε καβαλέτα. Κυριακή μεσημέρι, ο ήλιος ουσιαστικά δεν ζεσταίνει, αλλά φωτίζει το σύμπαν μου. Οι ζωγράφοι άρπαξαν τα πινέλα τους και βγήκαν στο αίθριο. Κάθε κιόσκι του ποταμού γέμισε από αρτίστες και τέμπερες. Είναι από τις στιγμές που κοντοστέκομαι, παρατηρώ κι εύχομαι να ήμουν από εκείνους τους τρελαμένους χομπίστες που κυκλοφορούν με το λουράκι της φωτογραφικής μηχανής περασμένο στο λαιμό. Η πόλη μυρίζει. Ναι, η πόλη μυρίζει φρεσκοψημένο ποπ κορν, κι εκείνο το κατακόκκινο γλειφιτζούρι ο κοκοράκος.
Τους συναντώ, με αγκαλιάζουν, με φιλάνε. Νιώθω το βάρος της αγκαλιάς και του φιλιού επάνω στο κορμί μου, επάνω στο αριστερό μου μάγουλο. Φίλοι παλιοί, φίλοι χρόνων. Φίλοι που έχουμε άλλοτε παρεξηγηθεί, άλλοτε αποκοπεί, άλλοτε βουλιάξει στην ασφάλεια της γνώση τους για εμάς, πάντοτε φίλοι όπως και να 'χει.
Τον τελευταίο καιρό ομορφιά είναι η λέξη που χαρακτηρίζει το μέσα μου. Υπάρχει τόση ομορφιά. Αρκετή ακόμη και για σένα, μικρή καρδιά. Κάποιος Θεός μου, στον οποίο πιστεύω πολύ, ίσιαξε τις ανισορροπίες κι έχω σταθεί σαν ένα μικρό μπαλαρινάκι να στροβιλίζομαι φορώντας, λέει, την baby ροζέ toutou φούστα μου.
Με το καλαμάκι ρούφηξα ακόμη και το τελευταίο ίχνος από το αφρόγαλα του καφέ μου. Μια στάση στο πλησιέστερο περίπτερο. Στα χέρια μου ο Άρκάς. Το καλύτερο έμεινε για το τέλος. Ποδηλατάδα. Με εκείνο το αιωνόβιο γυναικείο ποδήλατο της μητέρας. Επάνω του, περασμένες κάμποσες στρώσεις μπογιάς, άραγε ν' αντέχει ακόμη μια στρώση καναρινί; Έτσι σκέφτομαι να το βάψω, και το καλάθι πράσινο. Θα δείξει...