Ας αφήσουμε προς ώρας την διευκρίνιση γιατί τυλίχτηκε εξαρχής. Ας το πιάσουμε από τη στιγμή που νιώθεις πως κάτι, ναι κάτι… (δεν βρίσκω τη λέξη)… λείπει. Λείπει; Νομίζω πως, δεν είναι αυτό το ρήμα που ψάχνω. Ας είναι.
Σπίτι λες. Και δεν είναι άλλο από δυο τοίχους και μια πόρτα. Αυτό δεν είναι σπίτι. Οικία είναι. Το σπίτι έχει μέσα ανθρώπους. Και έχει και πράγματα, διαλεγμένα από εσένα κι από αυτούς. Κι όταν καλείσαι να ζήσεις δίχως αυτά, τότε…
«Δεν είναι δυνατόν!» σκέφτεσαι. Είναι; Πώς είναι δυνατόν ορισμένα αντικείμενα -που ομολογουμένως δεν είναι χρηστικά- όταν απουσιάζουν από το περιβάλλον σου να προκαλούν ταραχή; Και πάλι, λάθος ουσιαστικό, λάθος λέξη, αλλά δεν βρίσκω άλλη καταλληλότερη.
Ύστερα από τρεις ημέρες συνεχούς αναζήτησης των ακριβής λέξεων κατέληξα στην απουσία συναισθήματος. Και πλήρης εν τη πλήρη κενότητά μου βρέθηκα να ξετυλίγω. Και να ξετυλίγω. Κι ο σιγμός από το σκίσιμο της εφημερίδας ενέτεινε την ανυπομονησία μου ν’ αντικρίσω το περιεχόμενο που πάραυτα εκ των προτέρων γνώριζα.
Αμαξάδα. Κι έκανα ένα γύρο στον πλησιέστερο επαρχιακό δρόμο του τσερβέλου. Κι είδα πρόσωπα γνωστά. Σε κάποιους πάτησα το κλάξον εις ένδειξη χαιρετισμού, άλλους έκανα πως δεν είδα (λοξοδρόμησα από τους καλούς μου τρόπους) κι έκαμα τάχα πως ήμουν απορροφημένη ανανεώνοντας στο καθρεφτάκι το μακιγιάζ.
-Τη στιγμή που το πολυπόθητο αντικείμενο είχε πλήρως ξετυλιχτεί, εκείνη την ακέραιη στιγμή που το έπιανα ξανά στα χέρια μου, τότε το κατάλαβα-
Από μικρή είχα ένα συνήθειο με τις λέξεις. Το ίδιο και με ορισμένα αντικείμενα. Όπως και με κάποιους ανθρώπους. Τα φόρτωνα στην πλάτη μου. Κι έφτασα στα πιο ολόδροσά μου χρόνια να φέρω τη θύμηση μιας γριούλας που βάρυνε η καμπούρα της και σκύβει.
-Τούτο το συνήθειο το είχα αντιληφθεί από παλιά, άλλο έμελλε να καταλάβω-
Για ορισμένες λέξεις, κάποια αντικείμενα και δυο μπουκιές ανθρώπους, δεν άξιζε.
Μου πήρε κοντά μια δεκαετία.
Και τελικά. Ενέδωσα στην άρνησή μου.
Παραδέχτηκα.
Δεν άξιζε…
-ες…
-α…
Ψήλωσα από 4 ίσαμε 7 πόντους.
Μουσική επιλογή: Cayetano ~ 1) Like a fool 2) Notre Dame