Ο Τίτος καθόταν στην κουπαστή του πλοίου κι ατένιζε ώρα πολύ ή λίγη... ποιος ξέρει; Ποτέ του δεν φόρεσε ρολόγια απεχθανόταν τον εγλωβισμό της "στιγμής" σε δείκτες, σε αριθμούς.
Κι ο καπετάν-Μανώλης να στριφογυρίζει στο μυαλό του.
Μεγάλος ο καπετάν-Μανώλης σε ηλικία, τόσο ώστε να μην γνωρίζει από ορθογραφία, γι' αυτό και η απορία "δυο λάμδα θέλει τώρα η Γαλλία ή ένα; Από σωστογραφία άστα..."
Πέρα από την κυριολεκτική τους σημασία για τις "ψιλές" και τις "δασείες", ο Τίτος αναλογιζόταν πως είχαν και συμβολικό ρόλο.
Τις έφερνε στο μυαλό του σαν εκείνες τις γυναίκες που κατείχαν σημαντική θέση στη ζωή του καπετάνιου. Αλλιώς, ο καπετάνιος δεν θα τρόμαζε για την κατάντια τους όταν τις έβλεπε "σα γυφτάκια ξυπόλητα, με λαδωμένα μαλλιά".
Κι ύστερα... ακολουθεί η μία και μοναδική "υπογεγραμμένη", δηλαδή η γυναίκα του καπετάνιου.
Δεν ήξερε, μα έτσι είχε καταλάβει ο Τίτος, πως δεν ήταν εν ζωή πια, γι' αυτό και όποτε μπορεί την μνημονεύει. Όπως ακριβώς κάνουν οι ιερείς τους νεκρούς τους...
Όσο για τις "περισπωμένες", είναι θα τολμούσε να πει, εκείνες οι γυναίκες, οι πεταλουδίτσες της μιας βραδιάς που έχουν χάσει το χρώμα τους, το νόθο λιμάνι του ναυτικού που " άμα ταιριάζει κάνει το χρέος του", εκείνη η στείρα σαρκική απόλαυση.
Κι έπειτα είναι και η ονομασία που είχε δώσει στις τρεις μύγες "Μυρτώ, Ζανέτ, Κορνήλιος" που τόσο πια υποδηλώνει την προσταγή για ανθρώπινη επικοινωνία. Ο καπετάνιος τις αφήνει να παρασιτούν στη ζάχαρη και το γάλα του, κι όταν τις συναντήσει στο διάδρομο "κάνει πως δεν τις βλέπει". Είναι, έστω, μια παρουσία στην ανθρώπινη μοναξιά του. Γιατί, μη μου πεις πως όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα ζωύφια μέσα στα σπίτια τους δεν προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Για τον καπετάνιο η Μυρτώ, η Ζανέτ και ο Κορνήλιος είναι η συντροφιά του.
Από το ψυγείο θα πάρει "ακάματα φρούτα", δηλαδή ώριμα γινομένα, να λιαστούν στο φινιστρίνι του. Κι αλήθεια πόσο ταυτίζονται τα φρούτα με την ηλικία του καπετάνιου, γιατί κι εκείνος μεγάλος, ζαρωμένος, ταλαιπωρημένος από τις δυσκολίες της ζωής.
Κι όταν θέλει να βρεθεί στην Ομόνοια, περιμένοντας ώρα πολύ στην στάση, η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή εντείνεται στο μυαλό του. Σε ποιον θα άρεσε να περιμένει το λεωφορείο καλοκαίρι καιρό, με πολύ ζέστη, πολύ καυσαέριο και πολύ κόσμο; Και μάλιστα το λεωφορείο να μην φαίνεται;
Κι ο Τίτος, πώς να μην συναισθανθεί τον καπετάνιο του; Αυτή η καρτερική αναμονή ανάμεσα σε τόσο κόσμο, πιότερο με λύτρωση μοιάζει. Ένα αίσθημα ζεστασιάς, όχι μόνο λόγο του καιρού αλλά και την παρουσία τόσων ανθρώπων -ίσως αδιάφορων- αλλά στο τέλος όλοι θα πάρουν το ίδιο λεωφορείο και θα κάνουν την ίδια περίπου διαδρομή.
Ο καπετάν-Μανώλης θα καταλήξει στους Αμπελόκηπους, θα αγοράσει μερικά ψάρια -το στοιχείο της θάλασσας είναι μέσα του σε κάθε του επιλογή- χόρτα και σιταρένιο ψωμί και "Άγιος ο Θεός". Ένα λιτό γεύμα, μα στ' αλήθεια τόσο πλούσιο.
"Ήθελα να 'ξερα δεν είστε ευτυχισμένοι", μονάχα όταν έφτασε σε τούτο την ερώτηση ο Τίτος δάκρυσε...
Τόσο προδωμένος και ταπεινομένος ένιωσε από τον εαυτό του. Άραγε, ήταν ευτυχισμένος; Ίσως είχε πολύ περισσότερα από όσα θα άξιζε ή θα έπρεπε και πάλι όμως, δίσταζε να πει με σιγουριά εκείνο το "ναι, είμαι ευτυχισμένος".
Η ευτυχία σίγουρα δεν έγκειται στα πολλά και στα μεγάλα. Οι μικρές ευτυχίες ίσως τελικά να αξίζουν πιο πολύ. Η χαρά που νιώθεις αν μπορείς ανεμπόδιστα να πάρεις βαθιά ανάσα σε μια βουνίσια πλαγιά και να φυλακίσεις μια για πάντα τη μυρωδιά του κέδρου. Αν μπορείς να γευθείς το γλυφό νερό της θάλασσας. Αν μπορείς να γεμίσεις τα μάτια σου από θύμισες χαμογελαστών και καλοσυνάτων ανθρώπων. Αν τα χέρια σου ανοίγουν πρόθυμα την αγκαλιά σου να παρηγορήσουν όποιον το έχει ανάγκη. Αν κατορθώνεις να δίνεις και να παίρνεις αγάπη. Ίσως τελικά αυτά να λείπουν από τη ζωή μας και να είμαστε τόσο κενοί. Έχουμε γεμίσει απο τόσο φτιαχτές ανάγκες που στο τέλος ξεχνάμε να καλύψουμε τις ανάγκες της ψυχής.
Στο τέλος ένα γράμμα έρχεται για τον καπετάν-Μανώλη. Ο Τίτος χτυπάει δισταχτικά την πόρτα της καμπίνας του και του το δίνει με τρεμάμενα χέρια. Αν και το περιεχόμενο είναι το ίδιο, ωστόσο, ο καπετάνιος το διάβασε πολλές φορές. Η υπέρτατη ανάγκη για επαφή, ίσως και η καλύτερη, η ισχυρότερη, αυτή της μάνας. Κι ο νέος ναύτης, ο Τίτος του ζήτησε το γράμμα, "δώσε να το διαβάσω" ένα ελπιδοφόρο μήνυμα συντροφικότητας, ένας πιθανώς συνταξιδιώτης της ζωής στο καράβι του καπετάνιου, αυτό της ψυχής και της καρδιάς.
Ένας ναύτης κι ένας καπετάνιος... ποιός θα καθορίσει τη φιλία μια ζωής; Μήτε η ηλικία μήτε το αξίωμα στο πέτο του σακακιού...

Κι ο καπετάν-Μανώλης να στριφογυρίζει στο μυαλό του.
Ο καπετάνιος του...
Στοιχημάτιζε πως θα 'τανε στην καμπίνα τώρα, σκυμμένος πάνω από τις αράδες του. Να γράφει στο ημερολόγιό του. Και ήταν καλοκαίρι 20 του Ιούνη, η διαδρομή πρόσταζε από το Τουμπάι για Γαλλία. Δεν ήξερε, μα έτσι είχε καταλάβει ο Τίτος, πως δεν ήταν εν ζωή πια, γι' αυτό και όποτε μπορεί την μνημονεύει. Όπως ακριβώς κάνουν οι ιερείς τους νεκρούς τους...
Όσο για τις "περισπωμένες", είναι θα τολμούσε να πει, εκείνες οι γυναίκες, οι πεταλουδίτσες της μιας βραδιάς που έχουν χάσει το χρώμα τους, το νόθο λιμάνι του ναυτικού που " άμα ταιριάζει κάνει το χρέος του", εκείνη η στείρα σαρκική απόλαυση.
Από το ψυγείο θα πάρει "ακάματα φρούτα", δηλαδή ώριμα γινομένα, να λιαστούν στο φινιστρίνι του. Κι αλήθεια πόσο ταυτίζονται τα φρούτα με την ηλικία του καπετάνιου, γιατί κι εκείνος μεγάλος, ζαρωμένος, ταλαιπωρημένος από τις δυσκολίες της ζωής.
Κι όταν θέλει να βρεθεί στην Ομόνοια, περιμένοντας ώρα πολύ στην στάση, η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή εντείνεται στο μυαλό του. Σε ποιον θα άρεσε να περιμένει το λεωφορείο καλοκαίρι καιρό, με πολύ ζέστη, πολύ καυσαέριο και πολύ κόσμο; Και μάλιστα το λεωφορείο να μην φαίνεται;
Κι ο Τίτος, πώς να μην συναισθανθεί τον καπετάνιο του; Αυτή η καρτερική αναμονή ανάμεσα σε τόσο κόσμο, πιότερο με λύτρωση μοιάζει. Ένα αίσθημα ζεστασιάς, όχι μόνο λόγο του καιρού αλλά και την παρουσία τόσων ανθρώπων -ίσως αδιάφορων- αλλά στο τέλος όλοι θα πάρουν το ίδιο λεωφορείο και θα κάνουν την ίδια περίπου διαδρομή.
Ο καπετάν-Μανώλης θα καταλήξει στους Αμπελόκηπους, θα αγοράσει μερικά ψάρια -το στοιχείο της θάλασσας είναι μέσα του σε κάθε του επιλογή- χόρτα και σιταρένιο ψωμί και "Άγιος ο Θεός". Ένα λιτό γεύμα, μα στ' αλήθεια τόσο πλούσιο.
"Ήθελα να 'ξερα δεν είστε ευτυχισμένοι", μονάχα όταν έφτασε σε τούτο την ερώτηση ο Τίτος δάκρυσε...
Τόσο προδωμένος και ταπεινομένος ένιωσε από τον εαυτό του. Άραγε, ήταν ευτυχισμένος; Ίσως είχε πολύ περισσότερα από όσα θα άξιζε ή θα έπρεπε και πάλι όμως, δίσταζε να πει με σιγουριά εκείνο το "ναι, είμαι ευτυχισμένος".
Η ευτυχία σίγουρα δεν έγκειται στα πολλά και στα μεγάλα. Οι μικρές ευτυχίες ίσως τελικά να αξίζουν πιο πολύ. Η χαρά που νιώθεις αν μπορείς ανεμπόδιστα να πάρεις βαθιά ανάσα σε μια βουνίσια πλαγιά και να φυλακίσεις μια για πάντα τη μυρωδιά του κέδρου. Αν μπορείς να γευθείς το γλυφό νερό της θάλασσας. Αν μπορείς να γεμίσεις τα μάτια σου από θύμισες χαμογελαστών και καλοσυνάτων ανθρώπων. Αν τα χέρια σου ανοίγουν πρόθυμα την αγκαλιά σου να παρηγορήσουν όποιον το έχει ανάγκη. Αν κατορθώνεις να δίνεις και να παίρνεις αγάπη. Ίσως τελικά αυτά να λείπουν από τη ζωή μας και να είμαστε τόσο κενοί. Έχουμε γεμίσει απο τόσο φτιαχτές ανάγκες που στο τέλος ξεχνάμε να καλύψουμε τις ανάγκες της ψυχής.
Στο τέλος ένα γράμμα έρχεται για τον καπετάν-Μανώλη. Ο Τίτος χτυπάει δισταχτικά την πόρτα της καμπίνας του και του το δίνει με τρεμάμενα χέρια. Αν και το περιεχόμενο είναι το ίδιο, ωστόσο, ο καπετάνιος το διάβασε πολλές φορές. Η υπέρτατη ανάγκη για επαφή, ίσως και η καλύτερη, η ισχυρότερη, αυτή της μάνας. Κι ο νέος ναύτης, ο Τίτος του ζήτησε το γράμμα, "δώσε να το διαβάσω" ένα ελπιδοφόρο μήνυμα συντροφικότητας, ένας πιθανώς συνταξιδιώτης της ζωής στο καράβι του καπετάνιου, αυτό της ψυχής και της καρδιάς.
Ένας ναύτης κι ένας καπετάνιος... ποιός θα καθορίσει τη φιλία μια ζωής; Μήτε η ηλικία μήτε το αξίωμα στο πέτο του σακακιού...