Σάββατο, Απριλίου 27, 2024

Φεύγα

«Αν δε φύγεις, δε φεύγω. Το καταλαβαίνεις; Δε φεύγω», κουβέντες του που μου έλεγε με ένταση. Μέχρι που ξέχασε τα λόγια του. Κι άρχισε όλο και να ξεχνάει τα ωραία μας. Η επιλεκτική του μνήμη λειτουργούσε μόνο για τα άσχημά μας.  

Ώσπου μια μέρα, το αρνητικό «δεν» έγινε καταφατικό «θα». «Θα φύγω», είπε. Κι έφυγε. Έφυγε; Όχι. Έφυγα εγώ μην τον δω να φεύγει.

 

Κι άρχισα να τρέχω. Πώς έτρεχα Θεέ μου. Σαν κυνηγημένη.

Και θυμόμουν λόγια,

αχνιστές ανάσες,

ξεσηκωμένα φιλιά,

μυρωδιές λατρείας

κομμένες αναπνοές

ψιθύρους απότομους.

Κι όσο θυμόμουν, άλλο τόσο έτρεχα. Και δεν ήξερα που πήγαινα. Μονάχα πήγαινα. Κι ούτε που με ένοιαζε αν θα χτυπήσω. Έτσι κι αλλιώς, χτυπούσα κάθε λεπτό επάνω στην έλλειψή του. Κι ούτε που με ένοιαζε αν θα πέσω. Έτσι κι αλλιώς, κάθε μέρα έπεφτα επάνω στην ανάγκη του. Και στο διάβα μου, τα κλαδιά μαστίγωναν τ’ απλωμένα σε παράκληση χέρια μου. Τα τριβόλια γρατζουνούσαν τα πέλματά μου κι οι τσουκνίδες έτσουζαν τις γάμπες μου, τις τρυφερές. Κι ούτε που μ’ ένοιαζε, έτσι  που θύμιζε στο κάποτε αξύριστο σαγόνι του, καθώς έγδερνε τα τρυφερά μάγουλά μου. Αλλόκοτη μες την τρεχάλα μου, δεν μ’ ένοιαζε ούτε για την καρδιά μου. Πορτοπαράθυρο που αφέθηκε ανοιχτό να λυσσομανάει στον άνεμο.  Ήταν που κι ο χτύπος της θύμιζε σε εκείνον κι εμένα, στο αντάμωμα της κοινής μας ύπαρξης.

Κι ούτε που μ’ ένοιαζε.

Ναι, το ομολογώ.

Κι αν κάτι με ένοιαζε, ήταν το α π ό λ υ τ ο τίποτα.  

Μέχρι τη στιγμή που με το δάχτυλό μου άρχισα να γαργαλάω την άκρη του πατέρα μου, τ’ ουρανού. Κι ούτε που ήξερα αν στ’ αλήθεια δεν ήταν ο γιος του αυτός που γαργαλούσα, ο παραλογισμός, ή η κόρη του, η παραφροσύνη. Και παρότι ήμουν εγώ αυτήν που γαργαλούσα, ήμουν και η ίδια που γελούσα. Ή μήπως ξεγελούσα; Και ζούσα εξαίσια μες την κατάθλιψή μου, μες το μουντό του καιρού μου. Και πόσο μισούσα τις ημέρες με ήλιο.  

Και είπα στον εαυτό μου

« Φ ε ύ γ α »

 Φ ε ύ γ α 

Φ ε ύ γ α

Φ ε ύ γ α

« »
 

Και είναι που δεν ξέρω αν έφυγα.

Κι εάν έφυγα, δεν ξέρω που πήγα.

Κι αν, πράγματι, πήγα κάπου, δεν ξέρω αν κατέληξα.

Κι αν κάπου κατέληξα, γιατί εξακολουθεί να μη με νοιάζει;

Τίποτα. Απολύτως. Ναι.

 Μουσική επιλογή: Φωτεινή Δάρρα ~ Φεύγα