Την πρωτόδα εκεί στου Γιακουμάκη τον καφενέ. Φανιώ την ελέγανε. Φορούσε μια ποδίτσα σχολική κι είχε πιασμένα τα μαλλάκια της.
-Γιακουμάκη πιάσε έναν σκέτο βαρύ.
-Έφτασε.
-Και μια μαστίχα υποβρύχιο για τη Φανιώ μου!
Πάγαινε τότε ο Γιακουμάκης φορτωμένος με τον καφέ, το λουκουμάκι και το ποτήρι με το δροσερό νερό πάνω στο μπακιρένιο δίσκο. «Μπρε! Καλώς το δεσποινάριο!» αποκρινόταν με το καλοκάγαθο βλέμμα του και της σερβίριζε. «Να την και η μαστίχα υποβρύχιο ωπ!».
«Eυχαριστώ κυρ Τιμολέων» απαντούσε εκείνη, και τα λακκάκια στα μάγουλά της νοστίμιζαν το χαμόγελό της. Νοστίζε και το χαμόγελο του Γιακουμάκη που μόνο η Φανιώ τον φώναζε με το μικρό του.
-Μπρε Φανιώ! Σαν τελέψεις με το γλύκισμά σου για δε κατεβαίνεις στο καΐκι;
Κοίταζε τότε η Φανιώ για την έγκριση στα μάτια του παππού της. Ο Γιακουμάκης που όλα τα πρόσεχε, στρεφόταν προς τον κυρ Νικηφόρο το φίλο του. «Πέ της κι εσύ Νικηφόρε! Τί κουβέντες να πει το δεσποινάριο με μας τα γερόντια…».
-Μπρε σύρε! Πάγαινε που σου λέω να παίξεις με το εγγόνι μου!
Ο παππουλάκος της, ένεψε συγκαταβαίνοντας. Εκείνη άρπαξε το γυάλινο ποτήρι κι ήρθε τρεχάλα τη ρούγα να με βρει κάτω στο καΐκι.
-Ο παππούς σου, ο κυρ Τιμολέων, μ’ έστειλε να παίξουμε. Με φωνάζουν Φανιώ.
Μ’ άρεσε αυτό το κορίτσι. Μ’ άρεσαν τα λευκά της δόντια κι η κόκκινη γλωσσίτσα της έτσι που ’γλειφε τη μαστίχα. Μ’ άρεσαν τα σταράτα λόγια της κι ο τρόπος που με κοίταζε κατάματα.
«Θέλεις;» μου πε κι έτεινε το χέρι της κρατώντας το κουτάλι να το γλύψω. «Θέλω» της είπα κι άρπαξα το κουτάλι με λαχτάρα τόση που ο παππούς μου δεν μ’ άφηκε να ξεπαστρέβω το γλυκό, να ’χει να δίνει τους πελάτες. «Έι…» ήρθε και με γκρέμισε απ’ τους ώμους καταγής. «Μία σου και μία μου», είπε κι εννούσε τη “γλειψιά” από μαστίχα.
-Και με ποιον μοιράζομαι το υποβρύχιό μου;
-Με λένε Τιμολέων, όπως τον παππού μου.
Από τότε και κάθε Κυριακή ερχόταν με τον παππουλάκο της στον καφενέ να τραταριστεί. Έπαιρνε το γλυκό και με ’βρισκε στο καΐκι. Μία της και μία μου. Κι ας ξαφανιζόταν κάποια στιγμή το γλυκό απ’ το κουτάλι, γλείφαμε ’μεις ύστερα για ώρα, τη γεύση π’ άφηνε πάνω στο μεταλλικό. Κι ύστερα άρχιζα να γλείφω τα χείλια της κι εκείνη να γλείφει τα δικά μου. Το ’νιωθα φυσικό. Δεν είχα μέσα μου πονηράδα. Ήμαστε παιδιά εφτά και δέκα χρονώ. Μεγαλώναμε όμως κι έτρεφα έναν έρωτα μες τα στήθη μου για τη Φανιώ. Αργότερα, σα μεγαλώναμε κι άλλο, στα δεκάξι, στα δεκαοχτώ, στα είκοσι..., είχα κι έναν ακόμη έρωτα για τη Φανιώ που φούσκωνε αλλού πέρα από τα στήθη μου.
Κάθε Κυριακή περίμενα ν’ ακούσω το κουδούνισμα -ντριν, ντριν, ντριν- του ποδηλάτου της. Σήμαινε πως έφτασε στον καφενέ, αφήκε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο του κυρ Νικηφόρου κι άλλο ένα πεταχτό στου κυρ Τιμολέου κι από κει γραμμή για το καΐκι. Περίμενα τότε κι εγώ να προβάλλει από τη στροφή της ρούγας το κυπαρισσί καλάθι του ποδηλάτου. Κάτω από την ψάθινη καπελαδούρα το σκιερό της πρόσωπο άστραφτε ολάκερο. Ανοιγόμαστε στο πέλαγο και ρουφούσα τα φιλιά της. Δε μ’ άφηκε ποτέ τίποτα περσότερο ν’ αγγίξω πάνω της.
Στα εικοσιένα μου χρόνια, δεκαοχτώ δικά της, έφυγε εις τα Αθήνας για σπουδές. Από τότε δεν την ξανάδα στο νησί. Μήτε ξαναμιλήσαμε με κάποιο τρόπο. Βάλε πέντε-έξι χρόνια μετά -δεν ενθυμούμαι- σαν κάτι ν’ ακούστηκε στο νησί. Σαν κάτι και μένα να πήρε τ’ αυτί μου. Παντρεύτηκε λέει μ’ ένα γιατρό. Δεν την έβανα στη σκέψη μου ξανά από τότε. Είχα κι εγώ τις σκασίλες μου με τη Μερόπη, την ανεψιά του γεροντοπαλίκαρου δημάρχου. Δεν την χαλάλιζε του ελόγου μου. Δεν την εστεφανώθηκα ποτέ. Ούτε και μετά το θάνατο του θειου της. Παρά μόνο την είχα για κέφι μου ας πούμε. Τόσο με παίδεψε ο καψερός. Μου έφτιαξε τρεις γιους. Την έχω ακόμα από σιμά, σα γυναίκα μου ένα πράμα, μόνο που δεν είναι. Τώρα πια δε λέει κι εκείνη τίποτα. Τι να πει;
Την ξανάδα εκεί, χρόνια μετά, στου Γιακουμάκη τον κλειστό πολυκαιρισμένο καφενέ. Την ξανάδα και μύριζε Ελλάδα. Μύριζε στενοσόκακο και βασιλικός. Μύριζε μπέσα, χόβολη και καϊμάκι. Δε με πήρε είδηση που στεκόμουν κάτω από το γέρικο πλατάνι. Είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο τζάμι. Με τις παλάμες της ανοιχτές πλάι στα μάτια για αντήλιο, κοίταζε μέσα στον καφενέ.
-Φανιώ!
Τινάχτηκε απότομα και γύρισε να βρει την φωνή που ’χε φωνάξει τ’ όνομά της.
-Τιμολέων…;
Δεν προλάβαμε να πούμε πολλά, ένα τζιπάκι φάνηκε στην άκρη του δρόμου. Στο τιμόνι ένας άνδρας κάπνιζε. Φορούσε γυαλιά για τον ήλιο και κοιτούσε προς το μέρος μας. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν ένας νεαρός. Της φώναξε από μακριά να επισπεύσει. «Αργήσαμε», ξανάπε. Και μια νεαρή στο πίσω κάθισμα. Υπέθεσα πως είναι ο άντρας της και τα παιδιά της. Ζήτησα να την ξαναδώ την επομένη. Δέχτηκε και τα λακκάκια της νοστίμισαν το καρδιοχτύπι μου.
Έφτασα την επομένη νωρίς. Σκέφτηκα να πάρω μαζί μου ασφαλώς κρύο νερό και μαστίχα. Θέλησα ν’ ανοίξω τον καφενέ του Γιακουμάκη, να την αιφνιδιάσω. Άφησα τα αντικείμενα ως έχουν, προσπάθησα μόνον να σηκώσω λιγάκι τη σκόνη. Κατέβασα και την παλιά ταμπελίτσα και την έβαλα στην θέση της έξω στην πόρτα.
«Ελληνικός, δραχμαί τριάντα».
Δεν κατάλαβα την παρουσία της παρά μόνο σαν μου φώναξε όπως συνήθιζε ο κυρ Νικηφόρος. «Γιακουμάκη πιάσε έναν σκέτο βαρύ». Φόρεσα την ποδιά του Γιακουμάκη κι άρχισα να ψάχνω τον μπακιρένιο δίσκο. «Έφτασε». Με τα πολλά κατόρθωσα να φτιάξω κι έναν καφέ. «Νικηφόρε μου τέλεψαν τα λουκουμάκια. Μου τα ξεπάστρεψε όλα το μπαγάσικο» είπα κι απόθεσα το φλιτζάνι. Η Φανιώ γελούσε. Πώς γελούσε Θεέ μου! Τα μάτια της να δεις κι αυτά πώς γελούσαν. Συνέχισα την καζούρα.
«Μπρε! Καλώς το δεσποινάριο!» Κι όσο την άκουγα δεν χόρταιναν τ’ αυτιά μου το γέλιο της. «Να την και η μαστίχα υποβρύχιο ωπ!» κι ακούμπησα τις δυο μαστίχες επάνω στο τραπεζάκι. «Ευχαριστώ κυρ Τιμολέων. Η δεύτερη μαστίχα για ποιον είναι; Αφού το ξέρεις πως ο παππουλάκος μου δεν κάνει να τρώει τα γλυκά. Τα απογορεύει και η γιαγιά», μου είπε με τόση αθωότητα σαν να ’τανε πάλι εφτά χρονώ. Θέλησα να την κλείσω μέσα στην αγκαλιά μου. Να μυρίσω τα μαλλιά της που τα ’χε αφημένα και που ’γιναν ανάκατα απ’ τον αέρα. Θέλησα να τα περάσω στα δάχτυλά μου να της τα ξεμπερδέψω.
-Ο άντρας σου θα πρέπει να είναι ευτυχισμένος.
-Κάποτε - κάποτε, ναι, θα πρέπει να είναι ευτυχισμένος.
-Κι εσύ; Είσαι;
-Κάποτε - κάποτε κι εγώ.
-Τα παιδιά σου σαν κάτι πήγε να ρωτήσει και μετά άλλαξε ύφος, σταμάτησε.
-Έναν γιο έχεις και μια κόρη;
-Αααα… Τα παιδιά μου! Τα παιδιά μου δε ξέρουν πώς να ξανοιχτούν με το καΐκι και δε γνωρίζουν τις δικές μας γεύσεις, να, σαν αυτή καλή ώρα, τη μαστίχα.
Δεν κατάλαβα αν τα μάτια της πήραν να μελαγχολούν ή εάν εμένα μου φάνηκε έτσι.
-Και η Μερόπη;
Κεραυνοβολήθηκα. Δεν φαντάστηκα πως γνώριζε για την Μερόπη. Αλλά εκείνη όλα τα ’ξερε.
-Καλά και η Μερόπη. Έχω και τρεις γιους.
-Τους ξέρω τους γιους σου. Τους γνώρισα χθες στη βεγγέρα. Όμορφα παλικάρια. Μοιάζουν της μητέρας τους.
Αρπάχτηκα εγώ.
-Τα δυο μεγάλα μπορεί και να της μοιάζουν, αλλά όχι κι ο μικρός. Ο μικρός, είναι δικός μου και στην όψη και στο φέρσιμο.
-Ναι, σου μοιάζει ο μικρός είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα παίρνοντας μαζί της και τη μαστίχα. «Ώρα καλή σου κυρ Τιμολέων κι ευχαριστώωω…» ακούστηκε η φωνή της καθώς ξεμάκραινε. Ντουκ-ντουκ η καρδιά μου άρχισε να παραπονιέται.
-Φανιώωω… αντήχησε και η δική μου φωνή. Πού πας;
-Στον εγγονό σου στο καΐιι..κιιιι…
Πήρα να συμμαζεύω στα γρήγορα και έκλεισα όπως - όπως τον καφενέ του Γιακουμάκη. Τη βρήκα να κάθεται εκεί στα σαπισμένα απομεινάρια του καϊκιού. Έγλειφε τη μαστίχα της και μου ’δωκε κι εμένα όπως παλιά. Το κουτάλι άδειασε. Την κοίταζα στα μάτια. Με κοίταζε κι εκείνη. Δίχως να γνωρίζω αν κάνει να της γλείψω τα χείλη. Δίχως να γνωρίζει κι εκείνη. Το θέλαμε όμως κι αυτό το καταλάβαινες. Καθίσαμε αγκαλιασμένοι για ώρες μέχρι που νύχτωσε. Μέχρι να χορτάσει η τόσων χρόνων πεθυμιά κι η έλλειψη. Λίγο προτού ξημερώσει και χαιρετηθούμε, μου πίκρανε το συναίσθημα. «Πρέπει να της φορέσεις στεφάνι Τιμολέων κι ας πέρασαν τα χρόνια. Δεν το χωρά ο νους μου αχάριστος πως είσαι». Όπως πάντα με κοιτούσε στα μάτια και τα ’λεγε σταράτα.
Ήμουν πενήντα έξι χρονώ άνδρας. Παντρολογήματα ήθελα εγώ τότε και αφορμή για χωρατά στο νησί; Έπρεπε, όμως, να το κάνω. Είχε δίκιο η Φανιώ. Και δόξα το θεό ήρθα στα συγκαλά μου. Η Μερόπη, εγώ κι οι γιοι μας, οι δυο ψαλτάδες, ο ιερέας κι ένας κουμπάρος ήμαστε όλοι κι όλοι στο μυστήριο. Δεν πήρε διαστάσεις, ίσως δεν το ’μαθε κι άλλος κανείς εξόν από εμάς και τη Φανιώ. Έπειτα από μια βδομάδα αναχώρησε από το νησί με τον άντρα της και τα παιδιά της.
Δεν την ξανάδα παρά δυο χρόνια μετά στο γάμο των παιδιών μας. Του δικού μου του μικρού που πήρε την κόρη της. Ήμαστε κι οι δυο πολύ συγκινημένοι. Ύστερα αναχώρησε ξανά. Στο χρόνο η νύφη μου γέννησε τον πρώτο της γιο. Τιμολέων. Δώσανε τ’ όνομα του παππού. Πρώτα πέθανε ο άντρας της Φανιώς. Ύστερα από τρία χρόνια έφυγε και η δικιά μου η Μερόπη. Από τότε επέστρεψε η Φανιώ μου στο νησί. Η νύφη μου γέννησε και μια κόρη, τη μικρή Φανιώ. Το όνομα της γιαγιά της.
Ήμαστε τώρα εβδομήντα εννιά και ογδόντα δύο χρονώ. Τα στήθη μου φουσκώνουν πάλι από εκείνο το αίσθημα του έρωτα κι ας μη μπορεί να φουσκώσει τίποτα άλλο τώρα πλια. Αλλά μπορώ, μπρε, ελεύθερα να την αγκαλιάζω, να γλείφω τα χείλια της και να τη φιλάω!
Εσύ, μικρέ Τιμολέων, σήμερα γίνεσαι δεκαεννιά χρονώ κι εσύ μικρή Φανιώ είσαι δεκάξι. Από τότε ο πατέρας σας πήρε στην κατοχή του τον καφενέ και τόνε λειτουργεί ξανά. Η γιαγιά σας κι εγώ ζούμε πλια σα ζευγάρι και αυτό θαρρείτε για μας πως ήμαστε από πάντα. Τώρα που μεγαλώσετε, ήθελα κάποιος να σας πει...
Με τούτο το γράμμα σφαλίζω και την αγάπη μου.
Ο παππουλάκος σας Τιμολέων Γιακουμάκης.
Για
να ακούσεις το "Ελληνικός, δραχμαί τριάντα" πήγαινε στο Youtube στο κανάλι μου Kanarinenia's Chronicles ή
αλλιώς κάνε κλικ στο σύνδεσμο που θα βρεις κάτω από την εικόνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κάθε που στάζει ροδόνερο ανθίζει το γιασεμί μου...