Κυριακή, Ιανουαρίου 30, 2011

Ο κύριος Καναρινούδης

 photo by deviant art: Holunder


Με πονούσε ο ήλιος τις ώρες που έπαιρνε το σχήμα της θλίψης. Μου πλήγωνε τα μάτια και δεν μπορούσα να δω.

Κι αυτές, ήταν οι ώρες κατά το γέρμα που ο ήλιος γινότανε κόκκινος. Όπως το καρπούζι, σαν έχει σπάσει το στρογγυλό πράσινο περίβλημά του. Κι ήταν οι ώρες κατά τη χαραυγή που ο ήλιος, αγίνωτος ακόμη, άρχιζε να γλυκαίνει, όπως μια φέτα πεπόνι στα ξηραμένα χείλη.

Με την Καλημέρα είχαμε τσακωθεί και δεν μιλιόμασταν από εκείνη τη στιγμή που, πάνω στα νεύρα μου, «αργόσχολη» την είπα. Βιαζόμουν να φύγει το πονεμένο μου συναίσθημα κι εκείνη δεν έλεγε να περάσει.

Το ίδιο και με την Καληνύχτα. Έπιανε την πολυθρόνα της κάμαρής μου και πίεζε το πονεμένο μου συναίσθημα -σα βράδιαζε εκεί το ακουμπούσα, λιγάκι να ξαλαφρώσω- κι εκείνη τεμπέλικη καθώς ήταν, δεν έλεγε να ξημερώσει. Κι είχα θυμώσει με το Χρόνο, που ήταν ευσυνείδητος γιατρός και δεν άφηνε τα άλλα σπίτια να τρέξει στο δικό μου.
 
Κι είπα «Πού θα πάει; Χρόνος είναι… θα περάσει…». Πήρα να νοτίζω τα βλέφαρά μου με βαμβακάκι ποτισμένο από χαμομήλι. «Χαρά στο γιατροσόφι…» θα μου πεις και θα γελάσεις, μα κάπου είχα φυλάξει αυτή τη μνήμη, την παιδική. 

Μετρούσα τις μέρες. Μήνας έφυγε, δυο, τρεις, χρόνος μισός. Να στάζουν δεν σταμάτησαν τα μάτια μου. Θες ήταν από δάκρυα, θες από το χαμομήλι; Δεν ξέρω να σου πω. Για το πονεμένο μου συναίσθημα, γι’ αυτό ξέρω να σου μιλήσω. Μαλάκωνε. 

Αργούσε όμως πολύ, ο Χρόνος να περάσει. Κι εγώ, μέρα με τη μέρα έχανα το φως μου. Γλαυκός δεν ήταν ο ουρανός. Κι έλεγα «Μπα… σύννεφα πολλά θα έχει εκεί ψηλά κι εγώ δεν βλέπω». Στο φύλλωμα των δέντρων απαντούσα, «είναι χειμώνας και δεν πρασινίζει». Για το χιόνι, «πρόλαβε να λιώσει και δεν το είδα λευκό». Για όλα, έβρισκα μια καλή δικαιολογία. 

Διψούσα, όμως, κι έσκυψα να πιω. Στη λίμνη φάνηκαν τα χείλη μου. Χρώμα δεν είδα να ’χουν κρεμεζή. Κι εγώ, που άλλη πρόφαση δεν είχα εύκαιρη να πω, τη στιγμή που όλα είχαν ξεβάψει, βολεύτηκα μες τη θλίψη μου. 

Ήξερα, όμως. Για να αποτρέψω τυχόν κι άλλη φθορά, έπρεπε να πιάσω τα πινέλα και να χρωματίσω από την αρχή. Μες τη στεναχώρια μου, τούτη η σκέψη με ενθουσίασε. Θα έβαφα τον κόσμο μου! Με χρώμα! Θα μπορούσα να βάψω τα αστέρια μαβιά, αν έτσι τα ήθελα,. Το χορτάρι θαλασσί και τους κορμούς κόκκινους, αν αυτό είναι που θέλω. Πήρα την παλέτα στα χέρια μου. Κι άρχισα να παρατηρώ μετά από καιρό. 

Θεέ μου, σε ευχαριστώ που δεν χρειάστηκε να μουτζουρώσω. Που άφησες να δω την ομορφιά μέσα στα πράγματά σου. 

Πριν καν την είσοδό μου στο μαγαζί, από τη βιτρίνα κιόλας, είχα ενθουσιαστεί με το κελάηδημα ενός καναρινιού. Μπήκα μέσα κι ήμουν έτοιμη να το αγοράσω. Θύμιζε σε μένα, στην κάποτε δική μου εύθυμη φλυαρία. Χάρηκα που βρήκα εμένα μέσα από τον χτύπο της δικής του καρδούλας.
Με την άκρη του ματιού μου είδα παρεκεί κι ένα ακόμη. Καθόταν ήσυχο, δεν κελαηδούσε. 

-Αυτό κελαηδά;
-Άστο αυτό. Είναι άρρωστο.
Έμεινα να στέκομαι σκεφτική μπροστά του. Τότε, εκείνος πήγε κατά το κελαηδιστό πουλί κι άρχισε να μου το ετοιμάζει.
-Θα το πάρεις τελικά;
-Όχι αυτό, το άλλο.
-Σου είπα το άλλο είναι άρρωστο. 

Είπε σηκώνοντας τον τόνο της φωνής του. 

-Κι εγώ σου είπα το άλλο θα πάρω.
Είπα σηκώνοντας κι εγώ στην ίδια ένταση την φωνή μου.
-Καλά, όπως θες. Μετά μην έρχεσαι και μου ζητάς τα ρέστα. Εγώ στο ξεκαθάρισα. Είναι άρρωστο, δε θα κρατήσει.

Δεν απάντησα τίποτα. Πλήρωσα κι έφυγα. Στο σπίτι απόθεσα το καναρίνι. Έβαλα τροφή και νερό. Μια μέρα, δυο μέρες… όλο και το κανάκευα. Το έβλεπα όμως που δεν τσιμπούσε. 
«Καλημέρα σας κύριε Καναρινούδη! Πώς είμαστε από διάθεση σήμερα; Δεν μου τρώτε όμως και στεναχωρούμαι βαθύτατα». Τίποτα όμως. «Γιατί; Γιατί μου πικραίνεσαι κύριε Καναρινούδη; Θα γιάνεις όπως έγιανα κι εγώ. Πάρε το χρόνο σου». Και κάπως έτσι πήγαινε το πράγμα, κύριε Καναρινούδη το ένα… και κύριε Καναρινούδη το άλλο… «Κι ακόμη δεν μου χαρίσατε το ονοματάκι σας κύριε Καναρινούδη και το φέρω κομματάκι βαρέως...», ώσπου μίλησε! Έβγαλε μια μικρή κραυγούλα. Λες και μου συστήθηκε. 

-Ησύχιος. 

Κι εγώ συμφώνησα. Τις επόμενες μέρες, ο κύριος Ησύχιος Καναρινούδης άρχισε να τρώει. Και τις παραεπόμενες, να τιτιβίζει.
Αν σε κούρασα με όλα αυτά, ’σχώρα με. Έπρεπε από την αρχή να αρκεστώ σε αυτό.

«Ακόμη κι αν χρειαζόταν να ζωγραφίσω τον κόσμο μου, και πάλι, και ξανά, και πάντα, καναρινί θα έβαφα το καναρίνι μου».

υ.γ. Η γραφή, επιτρέψτε μου, ξέχωρα αφιερωμένη στο Δρομάκι και την Κόκκινη Ομπρέλα. Υπήρξαν το ποτισμένο βαμβακάκι από χαμομήλι στα μάτια μου. Μήνες μετά την επίσκεψή μου με ταλαιπωρούσε αυτό το «ευχαριστήριο» και ήθελε να βγει να ανασάνει.

Μουσική επένδυση: Rene Aubry ~ 1) Salento
2) Le Vent
3) Invites sur La Terr