Κοντόβραδο τον γνώρισα. Φθινόπωρο καιρός. Ψύχραινε ο αέρας σαν τα συναισθήματά μου, και θαρρείς, η παγωνιά ολάκερη, στην μύτη μου επάνω είχε καθίσει. Τον γνώρισα και δίχως να ξέρω τ’ όνομά του βαδίσαμε την παραλιακή. Βαδίσαμε μαζί και κάπου στο ενδιάμεσο με τύλιξε μες το παλτό του. Κι εγώ, έχω ένα θέμα με τα ανδρικά παλτό. Βουλιάζω και χάνομαι στη μυρωδιά τους. Το ίδιο και τότε. Τα ρουθούνια μου ρουφούσαν τις ίνες του παλτού του.
Με τύλιξε κι είχε περάσει το μπράτσο του επάνω μου προστατευτικά। Από μακριά, μπορούσες να μας λάβεις για ζευγάρι. Ίσως και να μου άρεσε ως ιδέα. Η ιδέα αυτού του άνδρα, που όμως, δεν διέκρινα το πρόσωπό του. Κι είχε σημασία για μένα το πρόσωπό του. Μπορούσα να νιώσω το σώμα του. Μπορούσα να αισθανθώ τη μυρωδιά του. Αλλά, δεν μπορούσα να δω τι είχε να προσθέσει η όψη του. Και μπορούσα να ακούσω κρωξίματα ξεκάθαρα, μονάχα που δεν έβλεπα γλαρόπουλα πουθενά. Κι όπως εξ αίφνης με παρέσυρε η παρουσία του, το ίδιο αιφνίδια με σάστισε η αναχώρησή του. Από τα ηχεία του ραδιοφώνου, ακουγόταν τώρα ασύμβατη μελωδία με το συναίσθημά μου. Κι είδα το είδωλό μου στον καθρέφτη με μάτια βαμμένα και χείλη βαμμένα. Τέτοια που να ταιριάζουν στην πρότερη βόλτα μου στην παραλία. Κοίταξα το ρολόι. Βρισκόμουν σπίτι. Λίγο ακόμη και θα πήγαινα καθυστερημένη στη δουλειά.
Κατηφόρισα για τη στάση του λεωφορείου. Σιγομουρμούριζα το ταραμ ταραμ της μελωδίας και τα πνευμόνια μου γέμιζαν από καθαρό αέρα. Αν μπορούσα με κάποιο τρόπο να ελέγξω τα μάτια μου, θα τα ’βρισκα να γυαλίζουν από μια γοητεία που είχα ξεχάσει πως υπάρχει.
Δίχως αμφιβολία, ο άνευ ταυτότητας και όνομα άνδρας, επρόκειτο για έναν καινούριο χαρακτήρα. Κι όπως συνέβη τόσες φορές στο παρελθόν με πολλούς από τους χαρακτήρες μου, θα του έδινα το χρόνο να μου αποκαλυφθεί. Δεν μπορούσα να παραβλέψω όμως μια καίρια διαφορά. Στις ιστορίες μου, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, δεν ήμουν παρών προσωπικά ως η Β..., αλλά άλλοτε ως το κύριο πρόσωπο ή το δευτερεύον. Δηλαδή, ακόμη-ακόμη κι ως ο Μιχαήλ ο Λεοντόκαρδος ή η γιαγιά Μελίνα. Το φύλλο δεν έχει ποτέ σημασία. Οι χαρακτήρες δίχως πολλά-πολλά μπαίνουν στη σάρκα μου και ελευθερώνονται με τη μιλιά μου.
«Ποιος είναι;» αναρωτιόμουν. «Ποιος είναι και τι θέλει;» και «γιατί είμαι κι εγώ εκεί ως ‘εγώ’ κι όχι ως κάποιος άλλος;».
Με επισκεπτόταν τακτικά. Ποτέ του όμως δεν μου ’δειχνε το πρόσωπό του, μήτε μ’ αποκάλυπτε το όνομά του. Άρχισα να πλάθω εικόνες για τη μορφή του. Καμιά τους όμως δεν ταίριαζε σ’ εκείνη τη μυρωδιά του παλτού. Κι εγώ όλο και τον ρωτούσα «Πότε θα δω το πρόσωπό σου»; Δεν μου απαντούσε. Προς ώρας, μήτε τη φωνή του είχα ακούσει, αλλά δεν ήταν αυτό που μ’ απασχολούσε. «Τι θέλεις; Γιατί ήρθες; Δεν ταιριάζεις στο βιβλίο μου. Μήτε θαρρώ πως θέλεις να μπεις σε κάποιο διήγημά μου». Κι ένιωθα το βλέμμα του έντονο. Μονάχα που δεν μπορούσα να δω αυτό το βλέμμα.
Ώσπου μια μέρα, τον άκουσα να με ρωτά «Σταμάτησες να γράφεις;» Έψαξα να βρω το μέρος απ’ όπου ερχόταν το βάθος της φωνής του. Δεν έλειπε μόνον η όψη του αυτή τη φορά. Είχε χαθεί και το κομμάτι της σιλουέτας του. Από τότε άρχισε να με ρωτά επίμονα «Σταμάτησες να γράφεις;». Ωστόσο, είχα την αίσθηση πως ποτέ του δεν διάβασε γραπτό μου. Κι είχα την αίσθηση πως αν κάποτε έτυχε να με διαβάσει, δεν μ’ είχε καταλάβει, ούτε ήταν ενεργητικός θαυμαστής της γραφής μου. Για τούτο κι απορούσα με την επιμονή της ερώτησής του. «Σταμάτησες να γράφεις»;
Πέρασε λίγος καιρός κι αποφάσισα να φτιάξω το πρόσωπό του. Αποφάσισα πως το δέρμα του θα ’χε μικρές ουλές. Αποφάσισα, μα δεν έβρισκα πουθενά το σώμα του να το ταιριάξω.
Φύτευα ένα δέντρο και με την τσουγκράνα μου είχα σηκώσει σκόνη από κανέλα όταν τον άκουσα να με ξαναρωτά και τότε τον είδα. Ένα τοσοδούλι αντράκι διέσχιζε με τις γαλότσες του το ποτάμι.
-Σταμάτησες να γράφεις;
-Δεν ξέρω. Ίσως, προς το παρόν.
-Και τι νομίζεις πως κάνεις;
-Φτιάχνω σπιτάκια κι έναν τόπο όμορφο.
-Για ποιον;
-Για όλους εσάς. Τους χαρακτήρες.
Το πρόσωπό του αντάριασε κι από τ’ αφτιά του βγήκε καπνός. Δεν μπόρεσα να μην γελάσω στη θέα αυτή με το μικρό αντράκι.
-Εμένα, να μη με βάζεις στο ίδιο σακί με τους άλλους.
-Ποιός είσαι; βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω μιας και μου αποκρινόταν.
Το αντράκι άρχισε να θεριεύει μπροστά μου. Τρόμαξα. Γίνηκε ’κείνος ο πελώριος άντρας με το παλτό στην παραλιακή. Κι είδα το πρόσωπό του.
-Εγώ είμαι ο Νους. Και καλά θα κάνεις να μη με αποφεύγεις, είπε με βροντερή αντρίκια φωνή.
-Δεν αποφεύγω εσένα, μίλησα τρομαγμένη.
-Αλλά;
-Τις σκέψεις.
-Οι σκέψεις είναι οι γυναίκες μου.
-Έχεις πολλές γυναίκες. Και είναι άσκημες, ξεθάρρεψα δειλά.
-Είναι αυτές που κάθε φορά εσύ διαλέγεις να έχω.
Τον κοιτούσα κι ένιωθα ένοχη.
-Γίνε εσύ η γυναίκα μου.
-Και ποια είμαι εγώ;
-Η όμορφη.
Μουσική επιλογή: Νίκος Κυπουργός ~ 1. Το πεθαμένο λικέρ 2. Αμάντα