Η Ενδαιλέζη καθρεφτιζόταν στις όχθες του ποταμού Βρμπας, την ώρα που ο πατέρας της, καθισμένος στον σκουρόχρωμο δερμάτινο καναπέ του, απολάμβανε το εκλεκτής ποιότητας πούρο του. Ο Σέρβος πρόξενος με την οικογένειά του, συνήθιζαν με την έναρξη της άνοιξης, να μεταφέρονται στο οχυρό Kastel.
Η μικρή ψυχοκόρη έπλεκε με άνθη τα μακριά πλούσια μαλλιά της, ενώ το μελαχρινό της επιδερμίδας της, την έκανε να αντιληφθεί, ίσως για πρώτη φορά, την ανομοιότητά της με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας. Ποτέ δεν είχε ζητήσει να μάθει για την γνησιότητα της καταγωγής της. Περιτριγυρισμένη από τρεις προστάτες αδελφούς κι έναν δεσποτικό πατέρα, αδυνατούσε να πάρει ανάσες ελευθερίας, πόσο μάλλον πρωτοβουλίες. Είχε την άδεια να βαδίζει μόνη και να τρέχει σαν ζαρκάδι μέχρι την όχθη, όχι παραπέρα. Και παρότι το οχυρό βρισκόταν όχι σε μεγάλη απόσταση από την κεντρική πλατεία, πάντοτε συνοδευόταν.
Ήταν 'κείνο το βράδυ, του Αγίου-Γεωργίου, που περιπλανώμενοι Ρομά ήρθαν προσκυνητές στην Μπάνια Λούκα κι εγκαταστάθηκαν στην αντίπερα όχθη του ποταμού. Το Kastel μια τέτοια ημέρα είχε ανοίξει τις θύρες του και δεξιωνόταν υψηλά πρόσωπα της εποχής. Κανείς δεν πρόσεξε την απουσία της νεαρής κόρης.
Ο ποταμός τυλιγμένος μες την αχλύ κι ο ουρανός ενδεδυμένος το μαύρο βελούδινο μανδύα του. Πόρπες χρυσές τα αστέρια. Η Ενδαιλέζη βλέπει από μακρυά τις φωτιές στον καταυλισμό. Λάβα που ξεχύνεται στον αιθέρα. Νιώθει τη θέρμη στο κορμί της. Αφουγκράζεται. Ήχοι από ακόρντα. Κιθάρες που σκούζουν παραπονιάρικα. Ακορντεόν που τεντώνουν τον συριγμό τους. Τα χέρια ακουμπούν στο καρέ της. Η ανάσα κοφτή. Με τα ακροδάχτυλα παραμερίζει τις τιράντες από τους ώμους. Το φόρεμα πέφτει. Τα πέλματά της αγγίζουν το νερό. Το υγρό στοιχείο μουσκεύει τα μέλη της. Ρίγη ψύχους. Η θέα της αντίπερα όχθης την ωθεί. Όλο και ξεμακραίνει. Το λευκό της ανάσας της μπερδεύεται μες την ομίχλη. Έχει φτάσει τόσο κοντά που μπορεί πλέον να διακρίνει το μεθυστικό γιορτάσι. Γυναίκες πηδούν πάνω από τις πύρινες φλόγες. Χορεύουν εκστασιασμένες. Οι μακρές φούστες ραπίζονται από τα μακρυά τους μαλλιά, λουσμένα στον ιδρώτα. Τούτος ο χτύπος την μεθά.
Ένα απλωμένο χέρι μπρος τα μάτια της. Ο νέος Ρομ φωνάζει τραγουδιστά σε μια διάλεκτο που δεν καταλαβαίνει. Την τραβά απότομα. Βρεγμένο το λευκό φουρό, μένει κολλημένο πάνω της, διαγράφοντας τα ανάγλυφα του κορμιού της. Την φέρνει στις φωτιές. Συνεχίζει να την κρατά από το χέρι. Παίρνουν φόρα, πηδούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Το αίμα μιλάει στις φλέβες της. Μονάχα που δεν ξέρει.
Ένα απλωμένο χέρι μπρος τα μάτια της. Ο νέος Ρομ φωνάζει τραγουδιστά σε μια διάλεκτο που δεν καταλαβαίνει. Την τραβά απότομα. Βρεγμένο το λευκό φουρό, μένει κολλημένο πάνω της, διαγράφοντας τα ανάγλυφα του κορμιού της. Την φέρνει στις φωτιές. Συνεχίζει να την κρατά από το χέρι. Παίρνουν φόρα, πηδούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Το αίμα μιλάει στις φλέβες της. Μονάχα που δεν ξέρει.
Πλαγιάζουν. Αν τούτο λέγεται ελευθερία, θεέ μου πόσο ελεύθερη νιώθει. Αν τούτο λέγεται ασυδοσία, θεέ μου πόσο αμετάκλητα δίνεται.
Ο νεαρός Ρομ με μια πρόχειρη σχεδία την μεταφέρει πίσω στην όχθη της. Ο προστάτης αδερφός καιροφυλακτεί. Η ατίμωση αυτή δεν πρέπει να μαθευτεί. Κόκκινος βάφεται ο ποταμός.
Πίσω στο Kastel ο πρόξενος ρωτάει για την μονάκριβη ψυχοκόρη. Ο γιος, φτύνοντας βρίζει δυο κουβέντες. "Την έστειλα στην μάνα της". Ο πρόξενος αποσύρεται στον σκουρόχρωμο δερμάτινο καναπέ του. Τον καπνίζει το εκλεκτής ποιότητας πούρο του.
-Ενδαιλέζη...
Έκτοτε, ο ποταμός πήρε το όνομα της όμορφης νέας. Και κάθε που οι περιπλανώμενοι Ρομά προσκυνητές στήνουν τον καταυλισμό τους στην αντίπερα όχθη, οι νεαρές παρθένες αφήνουν άνθη στην κοίτη του. Να πλέκει η Ενδαιλέζη τα μακριά πλούσια μαλλιά της.
Να βάλω μια φούστα μακριά. Σ' αποχρώσεις του κεχριμπαριού.
-Εγώ-
Νόθα τσιγγάνα μες σε υγρούς καταυλισμούς.
Λιτά τα ατίθασα μαλλιά μου.
Ξυπόλητη να περπατώ να μη με νοιάζει.
Λιτά τα ατίθασα μαλλιά μου.
Ξυπόλητη να περπατώ να μη με νοιάζει.
Να βρω κι εσένα.
Να ενωθούν οι ψυχές και τα κορμιά μας.
Μες σε λίμνες μες σε ποτάμια.
Να ενωθούν οι ψυχές και τα κορμιά μας.
Μες σε λίμνες μες σε ποτάμια.
-Κι εσύ-
Νόθος τσιγγάνος σε χαλεπούς καιρούς.
-Για μας-
Τόπος, να γίνει η πατρίδα, που λέγεται Ederlezi.
υ.γ. 1 Το κείμενο δεν αποτελεί μέρος της λαογραφικής παράδοσης, είναι εξολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας.
υ.γ. 2 Το Ederlezi είναι ένα δημοφιλές παραδοσιακό-λαϊκό τραγούδι της μειονότητας των Ρομά, της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Έγινε γνωστό από την ταινία "Time of the Gypsies" του Emir Kusturica σε εκδοχή του Goran Bregovic. Το τραγούδι πήρε το όνομά του από μια σέρβικη θρησκευτική γιορτή, που λαμβάνει χώρα στις 23 Απρριλίου (Ιουλλιανό ημερολόγιο) ή στις 6 Μαΐου (Γρηγοριανό ημερολόγιο). Είναι η γιορτή του Αγίου-Γεωργίου, ενός από τους πιο σημαντικούς αγίους της ορθόδοξης εκκλησίας. Η γιορτή σηματοδοτεί και την έναρξη της άνοιξης, έτσι εορτάζεται ανά τον κόσμο ανεξαρτήτως θρησκευτικών δεσμών.
υ.γ. 3 Ένας χρόνος ολάκερος εδώ. Μπερδεύτηκα μες σε τύπους και κώδικες html... κι είπα τόπος ανθρώπινος να γίνει. Πήρα δυο βούρτσες μπογιαντίσματος να βάψω κίτρινο τον τοίχο, τρεις πινελιές κεραμιδί, να στέκουν οι λέξεις.
-ο κύκλος επίσημα έκλεισε-
Μουσική επιλογή: Nigel Kennedy ~ Ederlezi, Goran Bregovic ~ Gypsy Reggae, Ederlezi.