Σκάλιζε στο κηπάκι του, όταν το μάτι του έπεσε δίπλα στο αμπέλι. Κούνησε την κεφαλή του και μονολόγησε «σιμώνει και για σε η ώρα. Μη μου παραπονείσαι».
Μάζεψε τα αυγά από το κοτέτσι και ξεκίνησε την ίδια κουβέντα με τον κόκορα «κακοκαρδίζεις τις τσούπρες μου; Γι' αυτό δεν αυγατίζουν; Πρόσεχε λεβέντη, πρόσεχε, θα στο κόψω το λειρί».
Τις ζεστές μέρες δεν τον χωράει ο τόπος. Είναι που οι μοσχοβολιές της άνοιξης γαργαλούν τα ρουθούνια του. Είναι που όλη η φύση, ευωδιάζει τους καρπούς που φύτρωσαν από το σπέρμα του ζωοδότη. Θυμάται και τις δικές του ζωηράδες. Κρυφογελάει. Κάτω από το πλίνθινο υπόστεγο πίνει το καφεδάκι του γουλιά-γουλιά.
Σε λίγο θα κατηφορίσει για τον ποταμό. Θα περάσει μέσα από τα χωράφια. Ο ήλιος θα στραφταλίσει μες τα μάτια του σε όλες τις αποχρώσεις.
«Είναι τόσες οι ανταύγειες που μου χαρίζεις... να γιατί ποτέ δεν έβαψα τα μαλλιά μου» θα θυμηθεί τα λόγια της.
«Είναι τόσες οι ανταύγειες που μου χαρίζεις... να γιατί ποτέ δεν έβαψα τα μαλλιά μου» θα θυμηθεί τα λόγια της.
Κάθε μέρα όλο και πιο μακριά της. Αρχίζει και ξεχνάει το γέρικο μυαλό του. Ξεχνάει το λακκάκι στο μάγουλό της. Ξεχνάει την νευρωτική ζάρα που έπαιρνε σχήμα στο μέτωπό της, σαν σήκωνε το φρύδι. Ξεχνάει. Κάθε μέρα όλο και πιο μακριά της. Κάθε μέρα όλο και πιο κοντά της. Ζύγωνε και η δική του ώρα «τι νόμιζες, παππούλη μου, μόνο το αμπέλι»;
Ένα μικρό σημαδάκι διέκριναν τα θολά του μάτια, κι όσο πλησίαζε στον ποταμό, τόσο κοκκίνιζε ο ορίζοντας εμπρός του. Θα ερχόταν η εγγόνα του σήμερα. Για τούτο και στο διάβα του κρατούσε στο χέρι του το πανέρι με τις φράουλες.
Αδυνατώ να περάσω από τις γειτονιές... Κ αλό Πάσχα ~ Ανάσταση στις ψυχές!
Μουσική επιλογή: Lisa Hannigan ~ Lille